Ο Έλληνας προπονητής που κατέχει το ρεκόρ των ευρωπαϊκών τίτλων αλλά και το υψηλότερο ποσοστό νικών στην Euroleague Competition από το 2014 μέχρι σήμερα, με το εντυπωσιακό 76,4%, αποκαλύπτει μυστικά της επιτυχίας, που ξεκινούν από την αντιμετώπιση της αποτυχίας, τη διαχείριση της απόλυσης και τη σημασία του “fall forward”. Μιλά για τις σχέσεις ζωής που αναπτύσσονται μέσα στο μπάσκετ, τις δύσκολες αποφάσεις, τις πρώτες συμβουλές που δίνει στους παίκτες του και την πρόκληση της δουλειάς έξω από τη ζώνη άνεσης.
Ο αθόρυβος κυριάρχος του παιχνιδιού
Από τη Χριστίνα Κατσαντώνη
Ο αθλητισμός τον τραβούσε από μικρό. Κι όταν γνώρισε το μπάσκετ, η έλξη ήταν τέτοια, που προσπαθούσε να ξεφεύγει από τις αγροτικές δουλειές, για να κερδίζει χρόνο για το αγαπημένο του άθλημα. Η μητέρα του ανησυχούσε, τον προέτρεπε να ενδιαφερθεί για τις καλλιέργειες του πατέρα, προβλέποντας απαισιόδοξα: “Αυτό δεν θα σου δώσει ποτέ να φας”. Εύλογες οι επιφυλάξεις της. Ουδείς μπορούσε να φανταστεί τότε, πόσο έξω θα έπεφτε αυτή η πρόβλεψη για τον Δημήτρη Ιτούδη...
Μεγάλωσε στα Τρίκαλα Ημαθίας, σε μια παραδοσιακή αγροτική οικογένεια που πάλευε για τα προς το ζην. Το αρχικό πλάνο για το μέλλον του ήταν να σπουδάσει γεωπόνος. ‘Οταν, όμως, η αγάπη του για το μπάσκετ, έγινε όνειρο ζωής, η οικογένεια τον στήριξε σε κάθε επιλογή του.
Οι σπουδές στο Ζάγκρεμπ
Τα χρόνια του Γυμνασίου, ξεκίνησε να κάνει προπονήσεις στον Αλκέτα Αλεξάνδρειας. Κι όταν ο πρώτος προπονητής τού μίλησε για το βιβλίο “Αυτό είναι το μπάσκετ”, ο Δημήτρης Ιτούδης έπεσε πάνω του, αποστηθίζοντας κάθε κόμμα. Παράλληλα, “σπούδαζε” το μπάσκετ, παρακολουθώντας τους μεγάλους αθλητές στα ντέρμπι της εποχής μεταξύ Άρη και ΠΑΟΚ. Κι ύστερα από προτροπή του προπονητή του, δοκίμαζε τις γνώσεις του, κάνοντας ασκήσεις σε παιδιά. Το σαράκι της προπονητικής είχε ήδη γεννηθεί μέσα του.
Κι ενώ είχε προτάσεις να παίξει ομάδες της Β’ και της Γ’ Εθνικής, βλέποντας ότι δεν μπορεί να φτάσει στο επίπεδο του Γκάλη του Γιαννάκη και των άλλων αθλητών που θαύμαζε, αποφασίζει να φύγει για σπουδές στο Ζάγκρεμπ, για να διδαχτεί πάνω σε αυτό που τον εξιτάρει περισσότερο: στο να διακρίνει και να βελτιώνει και να καθοδηγεί.
Η επιλογή του Ζάγκρεμπ δεν ήταν τυχαία. Γνώριζε ότι θα βρει ένα από τα καλύτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα με ειδίκευση στο μπάσκετ και ότι θα συναναστραφεί με κάποιους εκ των κορυφαίων. Η εξέλιξή του στάθηκε ραγδαία. Σύντομα βρέθηκε στα τμήματα υποδομής της Μλάντοστ και αργότερα στην Κ.Κ. Ζάγκρεμπ, ως υπεύθυνος στην εφηβική και βοηθός προπονητή στην αντρική ομάδα δίπλα στον Μπόσκο Μπόζιτς, σε ηλικία μόλις 21 ετών.
Την περίοδο που ο Δημήτρης Ιτούδης ήταν στην ΚΚ Ζάγκρεμπ, συναντήθηκε τυχαία για πρώτη φορά με έναν άλλο νέο σε ηλικία προπονητή, που μόλις είχε αναλάβει τότε την Μπανταλόνα. Αντάλλαξαν τηλέφωνα κι είπαν να κρατήσουν επικοινωνία. Το όνομά του; Ζέλικο Ομπράντοβιτς.
Το μεγάλο άλμα
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εργάστηκε ως βοηθός αλλά και ως πρώτος προπονητής στον ΠΑΟΚ, στον Πανιώνιο, τη MENT και τον Φίλιππο Θεσσαλονίκης. Η επαφή του με τον Ομπράντοβιτς είχε διατηρηθεί κι όταν το καλοκαίρι του ‘99, του ζήτησε να έρθει μαζί του στον Παναθηναϊκό, διέκρινε την ευκαιρία κι έκανε το πρώτο μεγάλο άλμα.
Η ιστορία του Δημήτρη Ιτούδη στον Παναθηναϊκό, στο πλευρό του Ομπράντοβιτς, είναι συνυφασμένη με την καλύτερη περίοδο στην ιστορία της ομάδας. Μέτρησε συνολικά 23 τίτλους σε 13 χρόνια, κέρδισε την εμπιστοσύνη των φιλάθλων και δημιούργησε μια σχέση αδερφική με τον πλέον και κουμπάρο του, Ζέλικο Ομπράντοβιτς. Κι αφού συνέλλεξε αξέχαστες αναμνήσεις, γνώσεις κι εμπειρίες, συνέχισε μπροστά με οδηγό την πίστη ότι στη ζωή κάποτε έρχεται η ώρα να προχωρήσεις και να δοκιμαστείς έξω από κάθε ζώνη ασφαλείας.
Η πρόκληση της Μόσχας
Ο κύκλος του Παναθηναϊκού έκλεισε το 2012. Ύστερα από μια σεζόν στην τουρκική Μπάνβιτ, το 2014 αποφασίζει να δεχτεί την πρόταση μιας ομάδας που έχει όνομα βαρύ σαν ιστορία. Η ΤΣΣΚΑ Μόσχας, που όμως εξακολουθεί να μην μπορεί να κερδίσει τον ευρωπαϊκό τίτλο, του αναθέτει τα ηνία. Η πρόκληση είναι μεγάλη κι ο Δημήτρης Ιτούδης αγαπάει τις προκλήσεις.
Δικαιώνει την επιλογή με το παραπάνω. Η ιστορία έκτοτε περιλαμβάνει πέντε πρωταθλήματα στη Ρωσία και δύο Euroleague. Παράλληλα, έχει αναδειχτεί σε ρέκορντμαν νικών στην ιστορία της ΤΣΣΚΑ Μόσχας στην Euroleague κι είναι ο μοναδικός Έλληνας προπονητής που έχει κερδίσει δύο φορές τον τίτλο του πρωταθλητή Ευρώπης.
Από τη μακρινή Μόσχα, όπου έχει εγκατασταθεί με τη γυναίκα του και την κόρη του τα τελευταία χρόνια, συνεχίζει να κάνει τη δουλειά που αγαπά, ανυπόμονος για την επόμενη δυσκολία, που ποτέ δεν βλέπει ως εμπόδιο, αλλά ως πρόκληση. Γιατί όπως λέει ένας από τους κανόνες που σταθερά ακολουθεί, αν αλλάξεις τον τρόπο που βλέπεις τα πράγματα, τα πράγματα που βλέπεις, θα αλλάξουν...