Ο “εθνικός ζαχαροπλάστης” αφηγείται μια ζωή που έχει αρώματα κανέλας και γεύση γλυκιάς και πικρής σοκολάτας. Μιλά για την ανάγκη διαρκούς μελέτης και πειραματισμού, εξιστορεί στιγμές επιτυχίας αλλά και τις πιο αρνητικές εμπειρίες της ζωής του, μοιράζεται μυστικά και συμβουλές της τέχνης του και εξηγεί ποια είναι η διαφορά της με τη μαγειρική και γιατί η ζαχαροπλαστική δεν είναι επιδόρπια…
Ζωή σαν σοκολάτα
Από τη Χριστίνα Κατσαντώνη
Αν η ζωή του Στέλιου Παρλιάρου ήταν γλυκό, θα είχε γεύση γλυκιάς και πικρής σοκολάτας. Γλυκιάς όπως τα φρέσκα φρούτα που πρώτος έβαλε στα ταρτάκια του, πικρής, όπως τα οικονομικά προβλήματα που τον έπληξαν για μια δεκαετία, όμως δεν τον κατέβαλλαν. Στο τέλος νίκησε η δημιουργία και η πίκρα των δυσκολιών, έκανε ακόμα πιο γλυκιά τη γεύση της επιτυχίας.
Οι πρώτες γεύσεις
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του είχαν αρώματα κανέλλας και γεύση σοκολάτας από το αγαπημένο του προφιτερόλ, που αγόραζε σε ένα ζαχαροπλαστείο στο Πέρα. Μόνο γλυκές είναι οι αναμνήσεις του από την Κωνσταντινούπολη, όπου μεγάλωσε σε ένα σπίτι γεμάτο αγάπη, φαγητά και πολλά γλυκά.
Οι δυσκολίες του στο σχολείο λόγω γλώσσας, ανάγκασαν τους γονείς του να τον στείλουν σε ηλικία 10 χρονών στην Αθήνα, για να τελειώσει το ελληνικό σχολείο στο σπίτι της νονάς του. Αγαπούσε την αρχιτεκτονική, όμως η ζαχαροπλαστική μπήκε στη ζωή του τυχαία -ή τυχερά.
Πήγε σε τεχνικό, νυχτερινό, Λύκειο λόγω της ικανότητάς του στο σχέδιο και για να γεμίσει τον χρόνο του τα πρωινά, τον Νοέμβριο του 1977, ο Στέλιος Παρλιάρος βρέθηκε στο εργαστήρι ζαχαροπλαστικής του Παπασπύρου να συναρμολογεί πάστες. Του άρεσε, γιατί είχε να κάνει με “χτίσιμο”, με δημιουργία, κι όταν εννιά μήνες μετά, έμαθε ότι το ξενοδοχείο Hilton ζητάει ζαχαροπλάστη πήγε να δοκιμαστεί.
Το μεγάλο σχολείο
Η εμπειρία του στη συναρμολόγηση του έδωσε την θέση. Το γεγονός ότι σταδιακά ερωτεύτηκε τη δουλειά κι έδωσε όλο του τον εαυτό στην προσπάθεια να διδαχθεί τα μυστικά της, τον βοήθησε να αποκτήσει μια σφαιρική γνώση της ζαχαροπλαστικής της εποχής. Παράλληλα, έμαθε πώς να δουλεύει υπό συνθήκες πίεσης, σε ένα εργασιακό περιβάλλον, όπου απαγορευόταν η φράση “δεν προλαβαίνω”.
Εφοδιασμένος με αυτά τα “όπλα”, με κυριότερο τον έρωτα για τη ζαχαροπλαστική, το 1982, ο Στέλιος Παρλιάρος ανοίγει το δικό του μαγαζί με το όνομα Fresh, σε ένα υπόγειο στο Κολωνάκι. Και κάπως έτσι, όπως πολύ σύντομα έγραψε ο Τύπος της εποχής, ένας νεαρός στα 23 του, άλλαξε τα δεδομένα της γεύσης στην Αθήνα. Προς το γλυκύτερο…
Οι δύο πλευρές της επιτυχίας
Το ζαχαροπλαστείο βρήκε απήχηση από την πρώτη μέρα. Ίσως λόγω της πρωτοποριακής για την εποχή αισθητικής του. Κυρίως λόγω της γεύσης, της διαφορετικής φιλοσοφίας και της φινέτσας του.
Μεγάλη επιτυχία της πρώτης περιόδου ήταν τα ταρτάκια με φρέσκα φρούτα, όπως το άγνωστο ακόμα τότε στην Ελλάδα ακτινίδιο. Ουρές σχηματίζονταν έξω από το υπόγειο της Αναγνωστοπούλου και οι παραγγελίες έπεφταν “βροχή”. Σήκωνε με χαρά το βάρος, όχι μόνο της δημιουργίας -μέχρι και χρέη delivery εκτελούσε ο ίδιος με ταξί για να μεταφέρει τις παραγγελίες του.
Φυσικό επακόλουθο να έρθουν οι προτάσεις για franchise. Αν και δεν γνώριζε πολλά από οικονομικά, θέλησε να επεκταθεί και με άλλα μαγαζιά και να μεταφερθεί σε ένα εντυπωσιακό κατάστημα στη Σέκερη, με γκαλερί και καφέ – εστιατόριο. Κι ύστερα άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα, που ταλαιπώρησαν τον Στέλιο Παρλιάρο για μια δεκαετία.
Πέρασε πολλά, βρέθηκε να έχει χρέη στην Εφορία, έμπλεξε με δυσεπίλυτα οικονομικά ζητήματα, έκλεισε μαγαζιά, είδε σχέσεις με ανθρώπους που εμπιστευόταν, να καταστρέφονται. Πλήρωσε ακριβά την άγνοια του στα οικονομικά, όμως δεν έχασε την αισιοδοξία του, ούτε την αγάπη του στη δημιουργία. Κι ύστερα από πολλούς κόπους και περιπέτειες βγήκε νικητής, κι άρχισε απ’ την αρχή, έχοντας πια μάθει -με τον δύσκολο τρόπο- πώς να είναι και επιχειρηματίας.
Ο εθνικός ζαχαροπλάστης
Τη δεκαετία του ‘90 ξεκίνησε η ενασχόλησή του με τον Τύπο, μέσα από στήλες ζαχαροπλαστικής σε εφημερίδες και περιοδικά. Παράλληλα, οι γλυκές ιδέες του Στέλιου Παρλιάρου έφτασαν στα σπίτια μας μέσα από την ενασχόλησή του με την τηλεόραση και τα βιβλία του.
Το 2008 εδραίωσε τον τίτλο του “εθνικού ζαχαροπλάστη”, ξεκινώντας τη δική του εκπομπή, τις “Γλυκές αλχημείες”, που μέχρι και σήμερα μυεί τους θεατές στα μυστικά μιας τέχνης που απαιτεί αισθητική, αλλά στηρίζεται στην επιστήμη της χημείας.
Τα διάσημα γλυκά του έχουν βρει τη δική τους στέγη στο κατάστημά του στο Κολωνάκι, σε ένα χώρο αντιπροσωπευτικό της διαφορετικής φιλοσοφίας του γύρω από το γλυκό. Μιας φιλοσοφίας με γαλλική φινέτσα και άρωμα Ανατολής, που δεν σταματά να αναζητά και να πειραματίζεται, που αγαπά όλα τα γλυκά και ξέρει πως η ζωή είναι σαν τη σοκολάτα. Μπορεί να γίνει πικρή, αλλά θα ξαναγίνει γλυκιά.