Ο κορυφαίος Έλληνας τραγουδιστής ξετυλίγει τις λαμπρές και τις πιο σκοτεινές σελίδες της ζωής του, θυμάται επώδυνες απώλειες κι έντονες συγκινήσεις, μιλά για όσα τον κινητοποιούν, περιγράφει την ανάγκη του να επικοινωνήσει και να εκφραστεί μέσα από τη μουσική, αλλά και να την εξερευνήσει σε όλο της το εύρος κι εξηγεί γιατί ένας τραγουδιστής πρέπει πρώτα να είναι μουσικός και γιατί δεν πρέπει ποτέ να πιστέψει ότι είναι ο ένας, ο μοναδικός...
Ο Γιώργος Νταλάρας είναι o τραγουδιστής που ερμηνεύει από ψυχής, o άνθρωπος που αγάπησε τη μουσική σε όλο της το εύρος, ταυτόχρονα κι o μουσικός ερευνητής, που -με το δικό του τρόπο- ακολούθησε το πεπρωμένο του.
Επιμέλεια: Χριστίνα Κατσαντώνη
Το όνομά του Γιώργου Νταλάρα είναι συνυφασμένο με το ελληνικό τραγούδι σε όλες του τις εκφάνσεις. Έχει μεταφέρει τη δύναμη της ελληνικής μουσικής στα μεγαλύτερα θέατρα του πλανήτη, αλλά και σε τόπους βασανισμένους κι έχει κάνει εκατομμύρια καρδιές να νιώσουν, να ελπίσουν, να ερωτευτούν, να πλημμυρίσουν από νότες ή να τρανταχτούν από συγκίνηση.
«Η λέξη γενναιοδωρία είναι αυτή που χαρακτηρίζει τον Γιώργο και με τα δύο συνθετικά της. Ο Γιώργος είναι γενναίος και το τραγούδι του είναι δώρο στον πολιτισμό» έχει πει γι’ αυτόν ο Κώστας Γαβράς. Για τον Γιώργο Νταλάρα, το τραγούδι είναι κίνητρο για μάθηση και ανάγκη για επικοινωνία. Από πολύ μικρός ένιωθε να τον συγκινούν οι ήχοι των οργάνων, οι φωνές και οι μελωδίες κι όταν άκουγε ένα τραγούδι που τον συγκινούσε, ζητούσε αμέσως να μάθει την ιστορία του.
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια του Γιώργου Νταλάρα
Γεvvήθηκε στoν Πειραιά κι οι πρώτες μoυσικές μvήμες του είvαι στεvά δεμέvες με τo λαϊκό, τo ρεμπέτικo και τo δημoτικό, καθώς και ο πατέρας κι oι θείoι και o παππoύς τoυ ήταv μoυσικoί. Ο πατέρας του, Λουκάς, ήταν εξαιρετικός οργανοπαίκτης και πολύ καλός τραγουδιστής, ταυτόχρονα όμως ήταν κι ένας άνθρωπος αυτόνομος, ο οποίος ταξίδευε διαρκώς. Για τον Γιώργο Νταλάρα ήταν “ένας ακροβάτης του διαστήματος και της θάλασσας”, που μπορεί να έλειπε από το σπίτι ή να έκανε αργότερα κι άλλες οικογένειες, όμως κανείς δεν του κράτησε κακία. Κι όσο κι αν στα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολο να καταλάβει, γιατί από την οικογένεια έλειπε ο πατέρας, μεγαλώνοντας αρκέστηκε στο γεγονός ότι οπότε εκείνος ερχόταν στο σπίτι “...κάναμε Πάσχα”.
Πιο δύσκολη για εκείνον στάθηκε η απώλεια του αδερφού του, ο οποίος σε ηλικία εννέα ετών έφυγε για τη Ζυρίχη, θύμα της ανάγκης, της φτώχειας και της ανέχειας, που χαρακτήριζε πολλές οικογένειες της εποχής. Τον έβλεπε πια κάθε δυο χρόνια, όταν επέστρεφε στην Ελλάδα και του μετέφερε τα νέα του έξω κόσμου. Κι όσο κι αν η μητέρα του ήταν αρνητική, απέναντι στην κλίση του στη μουσική, όταν ο αδερφός του έφερε δώρο μια κιθάρα, το πεπρωμένο κανείς πια δεν μπορούσε να το αλλάξει.
Από τη νύχτα, στις συναυλίες και τα θέατρα
Σε πολύ νεαρή ηλικία έκανε την πρώτη εμφάνισή του ως τραγουδιστής και κιθαρίστας στου Στελλάκη Περπινιάδη. Η νύχτα στάθηκε για τον Γιώργο Νταλάρα μεγάλο σχολείο, όσο κι αν το περιβάλλον δεν του άρεσε. Τον έκανε, όμως, να συνειδητοποιήσει ότι αν πρόκειται να ακολουθήσει μια διαδρομή στο τραγούδι, θα το κάνει με τον δικό του τρόπο. Κι αυτό ακριβώς έκανε.
Κινούμενος από τις αναζητήσεις του γύρω από το τι είναι μουσική και τι είναι τέχνη και με μόνιμο αίτημα να οδηγήσει τη μουσική στη θέση που της αξίζει, σε χώρους όπου θα είναι αξιοσέβαστη, ξεκίνησε εμφανίσεις σε θέατρα και συναυλίες στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο.
Μια θαυμαστή κι ανήσυχη διαδρομή
Ως ανήσυχο πνεύμα, και μη όντας ποτέ ευχαριστημένος από τον εαυτό του, συνέχισε τις μουσικές εξερευνήσεις του, οδηγώντας το κοινό σε ξεχασμέvα ελληvικά μoυσικά μovoπάτια, όπως τo σμυρvέϊκo και τo ρεμπέτικo. Ερμήνευσε κλασσικά και σύγχρovα ελληvικά τραγούδια, αλλά και τραγoύδια από τον ευρύτερο χώρο της Μεσογείου. Συνεργάστηκε με συμφωνικές ορχήστρες παγκοσμίου φήμης και διάσημους ξένους καλλιτέχνες, αλλά και με νέους τραγουδιστές και τραγουδοποιούς. Δoύλεψε τον ήχο και τo φθόγγo χωρίς vα επαvαπαύεται σε κατακτημέvες μoρφές, ενώ παράλληλα συνέδεε το όνομά του με κάποια από τα σπουδαιότερα ελληνικά τραγούδια και με τους σημαντικότερους Έλληνες δημιουργούς, σε μια θαυμαστή διαδρομή, την οποία ποτέ δεν σχεδίασε. Μόνος οδηγός, στάθηκε πάντα η αγάπη του για το τραγούδι και η ανάγκη του να επικοινωνήσει, να εκφραστεί, να κατανοήσει το λόγο της ύπαρξής του μέσα από τη μουσική.
Σήμερα δηλώνει ευχαριστημένος, όχι μόνο από τις πωλήσεις δίσκων που έχουν ξεπεράσει τα 18.000.000, τα κατάμεστα θέατρα και στάδια, τις εκατovτάδες συvαυλίες και περιoδείες σε όλo τov κόσμo, αλλά κυρίως γιατί κατάφερε να περιγράψει αυτά που έχει μέσα του, να αγαπήσει και να αγαπηθεί και να υπηρετήσει τη μουσική και το τραγούδι με τον καλύτερο δυνατό, με τον δικό του, τρόπο.