Η Χάρις της Ελλάδας, η Χαρούλα μας
Από τη Χριστίνα Κατσαντώνη
Ο Στέλιος Καζαντζίδης είχε χαρακτηρίσει τη φωνή της ως ό,τι καλύτερο έχει βγάλει η Ελλάδα. Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, όταν την άκουσε πρώτη φορά να τραγουδά, σχολίασε ότι αυτή η φωνή έχει στασίδι στην Εκκλησία. Ο Θάνος Μικρούτσικος είχε θαυμάσει το γεγονός ότι στο στόμα της οι συλλαβές ζωντανεύουν. Ο Μάνος Χατζιδάκις την είχε παραδεχθεί ως αστείρευτο ταλέντο κι ένας άλλος Μάνος, του οποίου το όνομα θέλησε να δώσει αργότερα στον γιο της, ο Μάνος Λοΐζος είχε πει: “Έχει μέσα της τους ελληνικούς δρόμους, το χρώμα. Αυτή η τραγουδίστρια είναι η Ελλάδα”. Είναι η Χάρις Αλεξίου, όλα αυτά, κι άλλα πολλά περισσότερα…
Γεννήθηκε ως Χαρίκλεια Ρούπακα και πήρε το καλλιτεχνικό της επώνυμο από ένα φίλο του αδερφού της, που στάθηκε η αφορμή να κάνει τις πρώτες εμφανίσεις της στη σκηνή. Στη συνείδηση, όμως, πολλών γενεών Ελλήνων εντός κι εκτός συνόρων είναι η Χαρούλα. Οικεία για τον καθένα, χωρίς να ανήκει σε κανένα. Είναι η φωνή που εκφράζει το “μέσα μας”, που συνδέθηκε με μικρές και μεγάλες στιγμές της ζωής μας, με πόθους και αγωνίες μας, με έρωτες, χωρισμούς ή απώλειες. Είναι το “αχ” που μας συντρόφευσε στο γλέντι και στον πόνο. Είναι η Χάρις της Ελλάδας, η Χαρούλα μας. Μελαχρινή με κόκκινα χείλη, μυθιστορηματική όσο και αληθινή, γήινη και ταξιδεμένη αλλού, με αδυναμίες και ρωγμές, που την καθιστούν πανίσχυρη.
Τα “τσιγγάνικα” παιδικά χρόνια
Η ιστορία της ζωής της ξεκινά στη Θήβα. Οι πρώτες εικόνες που θυμάται έχουν άρωμα σταφυλιού από τον τρύγο, όπου την έπαιρνε ο παππούς και φρεσκοφουρνισμένου ψωμιού από τα πολυάριθμα καρβέλια, που έψηνε η γιαγιά. Η Χάρις Αλεξίου γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια προσφυγική γειτονιά, σε μια οικογένεια που αγαπούσε το τραγούδι και τις βόλτες τα απογεύματα της Κυριακής στο κέντρο της Θήβας για γλυκό του κουταλιού.
Αυτή η ζωή διακόπηκε απότομα και σκληρά μετά την ασθένεια και την απώλεια του πατέρα, όταν εκείνη ήταν μόλις επτά ετών. Η μητέρα πήρε τα δύο παιδιά κι ήρθε στην Αθήνα. Μια νέα ζωή ξεκίνησε με περιορισμένους πόρους και συνεχείς αλλαγές, που δεν της επέτρεπαν καν να φτιάξει αναμνήσεις. Άλλαζε σπίτια, σχολεία και γειτονιές, γεγονός που δημιούργησε μέσα της την αίσθηση ότι δεν ανήκει κάπου και τίποτα δεν της ανήκει. Μια αίσθηση ελευθερίας και “τσιγγανιάς”, που είχε μέσα της κι ένα γλέντι και που την ακολουθεί έκτοτε.
Αναρχία και αυστηρότητα
Μικρή, ονειρευόταν απλά πράγματα, ένα συμμαζεμένο σπιτικό κι ένα δικό της κρεβάτι. Μεγαλώνοντας ήθελε να μπει στο Πανεπιστήμιο και να σπουδάσει αρχιτεκτονική. Κι όταν τυχαία τραγούδησε ένα βράδυ στην Αρχιτεκτονική, το έκανε με τη σκέψη ότι ήταν κάτι ερασιτεχνικό. Αλλά χωρίς καμία σκέψη, το έκανε με ψυχή. Κι ύστερα βρέθηκε να συμμετέχει στον ιστορικό δίσκο “Μικρά Ασία”, κι ύστερα ήρθε ο Λοΐζος κι ο Σπανός, το ένα τραγούδι έφερε το άλλο, ο ένας δίσκος τον επόμενο κι η φωνή της ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο.
Η Χάρις Αλεξίου έχει πολλούς εαυτούς. Ο ένας υπήρξε ευτυχισμένος στην αναρχία του, ο άλλος πάντα έχτιζε στενό μπαλκόνι. Έχει υπάρξει χαλαρή και αυστηρή κι αυτή η πολυπλοκότητα, αυτή η διαρκής εναλλαγή, είναι ορατή και στην πορεία της στο τραγούδι. Από το ξεκίνημά της κιόλας, τραγούδησε μπαλάντες, λαϊκά, έντεχνα, δημοτικά και ρεμπέτικα. Δεν περιορίστηκε ποτέ σε μία σχολή, ένα είδος, ένα ρεπερτόριο. Μετακινήθηκε με άνεση από τον Καλδάρα και τον Σπανό, στον Λοΐζο, στον Νικολόπουλο, στον Βαρδή, στον Χατζιδάκι, στον Μικρούτσικο ή στον Αντύπα. Σαν να έκλεινε κοροϊδευτικά το μάτι με κάθε νέο δίσκο στον προηγούμενο...
Το θέατρο ως νέο “σχολείο”
Η ιδιότητά της ως τραγουδίστρια στάθηκε τόσο ισχυρή που υπερκάλυψε αυτήν της δημιουργού των δικών της τραγουδιών, 10 από τα οποία περιλαμβάνονται στον δίσκο Οδός Νεφέλης ‘88. Γι’ αυτόν το δίσκο, για την “Πανσέληνο” έγραψε το στίχο “τα ζήτησα όλα απ’ τη ζωή μου, τα πλήρωσα με τη φωνή μου”. Το θεώρησε πολύ προσωπικό τότε, και το άλλαξε: “τα πλήρωσα με την ψυχή μου”.
Τον Ιούνιο του 2020, ανακοίνωσε την απόφασή της να σταματήσει το τραγούδι, γιατί δεν καταδέχεται να τραγουδάει, αν δεν το κάνει καλά. Δεν ήταν κάτι απλό, το πένθησε, αλλά προχώρησε μπροστά. Η σκηνή, όμως, δεν την άφησε να απομακρυνθεί πολύ. Στο θέατρο βρήκε ένα νέο σχολείο που τη βοηθά να εξερευνήσει τα ερωτήματα που τη βασανίζουν, τα “αγκάθια” του εαυτού της, που σε συνδυασμό με τα “βελούδα” συνθέτουν τη μοναδικότητα μιας πραγματικά μεγάλης καλλιτέχνιδος, που τα ζήτησε όλα, τα έδωσε όλα κι έγινε η Χάρις της Ελλάδας, η Χαρούλα μας.