Ο Νίκος Χατζηνικολάου ανατρέχει στη μεγάλη περιπέτεια της δημοσιογραφίας, που ξεκίνησε γι’ αυτόν από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Μιλά για τις απαιτήσεις, τις χαρές και τις προκλήσεις της καθημερινής τηλεοπτικής έκθεσης, για το τρακ του anchorman πριν από το σήμα, για το ρόλο της τηλεθέασης στη διαμόρφωση του δελτίου, για τη βαλλόμενη αξιοπιστία της ενημέρωσης, για τις δύσκολες στιγμές και για τους ανθρώπους που του δίνουν γαλήνη. Θυμάται επιτυχίες και λάθη και εξηγεί γιατί η τηλεόραση, που τόσο τον έχει χορτάσει, παραμένει γι’ αυτόν μια παρένθεση, που δεν θα του λείψει.
Από τη Χριστίνα Κατσαντώνη
Μικρός, ο Νίκος Χατζηνικολάου, διάβαζε ό,τι εφημερίδα έπεφτε στα χέρια του. Θυμάται τον εαυτό του να «ξεκοκκαλίζει» τις εφημερίδες του παππού, κι ύστερα να δοκιμάζει να ξαναγράψει από την αρχή τα άρθρα τους. Όταν πήγε στο Γυμνάσιο, πέρασε στο επόμενο βήμα, βγάζοντας την -πρώτη- δική του εφημερίδα, η οποία με μια απλή όσο και οξυδερκή κίνηση, κατάφερε να ξεπουλήσει. Αργότερα, στο Λύκειο απέκτησε τη δική του στήλη σε τοπική εφημερίδα. Κι όταν πια μπήκε στο Πανεπιστήμιο, δεν σκέφτηκε δεύτερη φορά, πριν εγκαταλείψει τις σπουδές του για μια άμισθη θέση βοηθού συντάκτη στη Μεσημβρινή. Προφανώς και όχι, δεν ήταν μια βιαστική, ούτε επιπόλαιη απόφαση. Ο Νίκος Χατζηνικολάου ήξερε πάντα, από πολύ μικρός, ποιο δρόμο θα ακολουθήσει στη ζωή του. Χωρίς περαιτέρω ανάλυση, χωρίς γιατί. Του ήταν σαφές πως η δημοσιογραφία, έμελλε να συμβεί, ήταν στο αίμα του.
‘Όχι πως δεν υπήρξαν πειρασμοί ή άλλες δελεαστικές προοπτικές από το ξεκίνημα κιόλας της ζωής του στη Θεσσαλονίκη, μια πόλη γεμάτη ζωή, παιχνίδια, φίλους, τραγούδια και έρωτα. Ως γιος του βουλευτή και Υπουργού της Ν.Δ., Παναγιώτη Χατζηνικολάου, κατέληξε από νωρίς στο συμπέρασμα ότι η πολιτική έχει χαρές, αλλά έχει ακόμα περισσότερες λύπες. Κι αυτό το θωράκισε, τον έκανε αλεξίσφαιρο απέναντι στις Σειρήνες, που από τα νεανικά του χρόνια, επιμόνως και επανειλημμένως τον διεκδίκησαν.
Το κύρος στις ειδήσεις
Στην οικογένεια υπήρχε πάντα η σκέψη ότι θα ασχοληθεί με την πολιτική, πόσο μάλλον δεδομένης της ενασχόλησής του με τον μαθητικό, αργότερα και τον φοιτητικό συνδικαλισμό στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, αλλά και της ενεργούς συμμετοχής του στην ΟΝΝΕΔ. Στο μυαλό του Νίκου Χατζηνικολάου, όμως, δεν υπήρξε ποτέ. Ούτε τότε, ούτε πολύ αργότερα, όταν ως ο δημοσιογράφος, που σύμφωνα με έρευνες εκπροσωπούσε έννοιες όπως “κύρος” και “αξιοπιστία” στις ειδήσεις, προτάθηκε ως η πρώτη προτίμηση των πολιτών για τον Δήμο της Αθήνας (σε δημοσκόπηση της εταιρίας Focus τον Μάιο του 2001), σε μια υπερκομματική υποψηφιότητα που αγκαλιάστηκε από εκπροσώπους διαφορετικών κομμάτων.
Ο Νίκος Χατζηνικολάου είχε αρνηθεί και τότε την τιμή, και στις προσκλήσεις που ακολούθησαν. Όχι μόνο γιατί πιστεύει ότι όποιος εγκαταλείπει τη δημοσιογραφία για την πολιτική, συνήθως χρειάζεται σωσίβιο. Κυρίως λόγω έρωτα. Λόγω της “τρέλας” του για τη δημοσιογραφία, που -όπως λέει- τον κρατάει ζωντανό να συνεχίζει.
Οι πρώτες διακρίσεις
Η δημοσιογραφία για τον Νίκο Χατζηνικολάου είναι μια μεγάλη περιπέτεια, που ξεκίνησε όταν δεχόμενος την προτροπή ενός φίλου, βρέθηκε στη Μεσημβρινή, έτοιμος να μυηθεί στα μυστικά του ρεπορτάζ. Πρώτη του επιτυχία η αποκλειστική είδηση της διαγραφής του Θάνου Μικρούτσικου από το ΚΚΕ. Πολύ σύντομα η συνέντευξη του Ευάγγελου Αβέρωφ, στην οποία του αποκάλυπτε την πρόθεσή του να αποχωρήσει από την ηγεσία της Ν.Δ., του έφερε σε ηλικία 22 ετών το δημοσιογραφικό βραβείο Μπότση. Οι δρόμοι πια είχαν ανοίξει, και το ραδιόφωνο ήταν το -φυσιολογικά- επόμενο βήμα.
Μια παρένθεση διαρκείας
Η σχέση του με το ραδιόφωνο παραμένει ερωτική από τότε που ξεκίνησε το 1987 στον Αθήνα 984, όπου θέλησε να κάνει μια εκπομπή συνεντεύξεων με χαρακτήρα πορτρέτου, το Ενώπιος ενωπίω. Την παρουσία του στη γέννηση της ιδιωτικής ραδιοφωνίας, ακολούθησε η παρουσία του στη γέννηση της ιδιωτικής τηλεόρασης.
Βρέθηκε στο δελτίο ειδήσεων του Σαββατοκύριακου στο νεοσύστατο Mega,
«εκβιαζόμενος» προκειμένου να καταφέρει να πάρει και τη δική του εκπομπή συνεντεύξεων. Λίγους μήνες μετά, μετακινήθηκε στο κεντρικό δελτίο “προσωρινά”, σε μια αντικατάσταση που κράτησε 15 χρόνια, δίνοντας τη σκυτάλη για τη διαρκή παρουσία του στο τιμόνι των καθημερινών ειδήσεων σε διαφορετικούς σταθμούς της ιδιωτικής ενημέρωσης για άλλα 17 χρόνια -και το χρονόμετρο συνεχίζει να τρέχει.
Η επιτυχία της ζωής του
Σύντροφος και συνοδοιπόρος στη διαδρομή του, που του παρέχει στήριξη και γαλήνη, είναι η σύζυγός του, Κρίστη και τα τέσσερα παιδιά του, που για εκείνον είναι ό,τι σημαντικότερο έχει πετύχει στη ζωή του.
Όσο για την περιπέτεια στον άγριο κόσμο των media, συνεχίζεται. Χωρίς φόβο, με πάθος. Χωρίς να ξέρει τελικά πού θα τον βγάλει, αλλά έχοντας πλήρη συναίσθηση ότι λίγο πριν τη συμπλήρωση 40 χρόνων διαδρομής στη δημοσιογραφία, πάντα σε πρώτο πλάνο, παραμένει πιστός κι αθεράπευτα ερωτευμένος μαζί της.