Ο Αλέξης Σταμάτης είναι ένας συγγραφέας πολυγραφότατος, ένας δάσκαλος γραφής δοτικός και αγαπητός, ένας άνθρωπος «ταξιδεμένος» που μας ταξιδεύει και εμάς με τα ταξίδια του νου του. Το περίφημο «Μπαρ Φλωμπέρ» του ακολούθησαν πολλά βιβλία γεμάτα ευαισθησία και πάντα, ανατροπές – όπως συμβαίνει και στη ζωή.

Από τη Μία Κόλλια

- Οι σπουδές σας δεν προμήνυαν τη συγγραφή. Σπουδάσατε αρχιτεκτονική, τη μίξη της τέχνης, της επιστήμης και της πράξης. Πώς ήταν τα χρόνια του «μεγαλώματος» σας;
 
Ο πατέρας μου, ο Κώστας Σταμάτης, ήταν αρχιτέκτονας με μεγάλη καριέρα, αφού είχε συνεργαστεί με σπουδαίους αρχιτέκτονες της εποχής του όπως ο Ζενέτος και ο Κωνσταντινίδης. Επίσης, επειδή έφτιαχνε τα Ξενία, ερχόταν σε επαφή και με καλλιτέχνες και είχε σκεφτεί ότι θα ήταν ωραίο σε κάθε τέτοιο ξενοδοχείο να υπάρχει ένα εγχάρακτο έργο όπως του Μόραλη στο Hilton. Το πρώτο που έκανε, λοιπόν, ήταν του Φασιανού. Οι γονείς μου είχαν χωρίσει και έμενα και στα δύο σπίτια, τα οποία διέθεταν πολύ πλούσιες βιβλιοθήκες, παίρνοντας και από τα δύο κάποιες επιρροές. Λόγω των προβλημάτων που υπήρχαν στην οικογένειά μου, είχα αποφασίσει ότι την αγωγή μου, με έναν τρόπο, θα την αναλάμβανα εγώ και ο καλύτερος τρόπος γι’ αυτό ήταν το διάβασμα βιβλίων. Ρουφούσα τις περιπέτειες των ηρώων και αυτά που έλεγαν εκείνοι τα πίστευα περισσότερο από αυτά που άκουγα στο σπίτι. 
 
Το ένα σπίτι, λοιπόν, ήταν γεμάτο με βιβλία αρχιτεκτονικής και κυριαρχούσε μια πιο επιστημονική προσέγγιση των πραγμάτων, και στο άλλο υπήρχε το θεατρικό-καλλιτεχνικό κομμάτι. Η μητέρα μου, η Μπέτυ Αρβανίτη, ήταν ηθοποιός, αλλά από το σπίτι μας είχε περάσει τότε η αφρόκρεμα όλων των τεχνών της εποχής. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, εγώ κάποια στιγμή έπρεπε να αποφασίσω τι θα κάνω. Κατέληξα στην αρχιτεκτονική, θεωρώντας ότι συνδυάζει μέσα της πολλές τέχνες. Έτσι μπήκα στην Αρχιτεκτονική Αθηνών, στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το ’79, μια πολύ πολιτικοποιημένη εποχή. 
 
 - Πάντως για έναν συγγραφέα είναι σημαντικό να ζει αλλαγές και ανακατατάξεις κοινωνικές.
 
Ήταν, πράγματι, έντονη η κατάσταση τότε, και από πολιτικής άποψης αλλά και γενικά ζωής. Τα καλοκαίρια ήταν μαγικά, πηγαίναμε σε ερημικές παραλίες σε Αμοργό και Αστυπάλαια, με μεγάλες παρέες, όλα στα όρια. Τελειώνοντας το Πολυτεχνείο, πήγα για μεταπτυχιακό πάνω στην ενεργειακή αρχιτεκτονική στο Λονδίνο. Εκεί άρχισε άλλη μια φοβερή τετραετής περίοδος. Η εποχή τότε ήταν πάνω στη λήξη της Θάτσερ και στη λήξη του κινήματος της πανκ, με το Λονδίνο στα καλύτερά του. Μας έστελνε ο καθηγητής έξω στην πόλη και κάναμε καταγραφές - κάτι τρομερά ενδιαφέρον. Μετά συνέχισα άλλα δυόμισι χρόνια το PhD μου, με θέμα τον ελληνικό οργανισμό εργατικών κατοικιών και πηγαινοερχόμουν συχνά στην Αθήνα. 
 
Ουσιαστικά αυτή ήταν και η περίοδος που με έβγαλε προς τα έξω και ολοκλήρωσε τον κύκλο των σπουδών μου. Μετά πήγα στρατό και τελειώνοντας κι από κει, φτάνω αισίως περίπου στα 30 μου. Δούλεψα σε αρχιτεκτονικό κατάφερα να κάνω μια… πολυκατοικία συνειδητοποίησα ότι αρχιτεκτονική ήταν τότε να περιμένεις ατελείωτες ώρες στην Πολεοδομία για να πάρεις ένα χαρτάκι, με κάτι απίστευτους νόμους όπως ότι σε μια χώρα με τόσο φως, το μπαλκόνι επιτρεπόταν να είναι μόνο ενάμισι μέτρο και άλλα παρόμοια! Κάποια στιγμή άρχισα να μην αντέχω όλη αυτή την υπόθεση και μαζί με διάφορες άλλες προσωπικές δυσκολίες, το ’96, ήρθε η ώρα που αποφάσισα ότι θα κάνω αυτό που θέλω στη ζωή μου, που ήταν η συγγραφή.

Stamatis Writer
 
- Πώς προέκυψε η ανάγκη για συγγραφή όμως;
 
Λόγω της μεγάλης μου αγάπης για τα βιβλία, μέσα στα οποία μεγάλωσα άλλωστε, και από την άλλη, από κάτι έμμεσο που έχει να κάνει με το σινεμά. Όταν ήμουν μικρός, πήγαινα στις ταινίες που γύριζε η μητέρα μου, τις κωμωδίες της Φίνος Φιλμ, κάτι που ήταν πάρα πολύ διασκεδαστικό για ένα παιδί. Έβλεπα αυτά που γίνονταν πίσω από τη σκηνή, άρα και εγώ ήθελα να είμαι αυτός που βρίσκεται πίσω από τη σκηνή και με ενδιέφερε περισσότερο το making of. Ήθελα δηλαδή να δομήσω κάτι στο παρασκήνιο. Επίσης και στην Αγγλία παρακολούθησα πάρα πολύ κινηματογράφο και θέατρο. Όλα αυτά με οδήγησαν στη συγγραφή. 
 
- Μπορείτε να θυμηθείτε την πρώτη φορά που γράψατε;
 
Όταν ήμουν μικρός, έγραφα ποιήματα. Σε αυτό έρχεται και κολλάει η ύπαρξη της θείας μου, της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, η οποία ήταν μια καταπληκτική ποιήτρια και επειδή έχει μια απλότητα ως άνθρωπος, παρότι ήμουν πολύ μικρός, καταλάβαινα αυτά που έγραφε γιατί είχαν μία σαφήνεια. Κατά διαστήματα ζούσα και στο σπίτι της στην Αίγινα, όπου και εκεί υπήρχε μια φοβερή καλλιτεχνική ατμόσφαιρα, με ξένους ποιητές που έρχονταν από την Καλιφόρνια και διάφοροι άλλοι. Κάποια στιγμή λοιπόν έδειξα τα ποιήματά μου σε κάποιους φίλους της μητέρας μου και ένας απ’ αυτούς, ο ποιητής Κώστας Παπαγεωργίου, με ενθάρρυνε πολύ και έτσι έβγαλα την πρώτη μου συλλογή, το ’92, με τίτλο «Κόσμος γωνία». 
 
Μετά με ζήτησε ο Καστανιώτης και έβγαλα το δεύτερο βιβλίο μου ποίησης, με τίτλο «Αρχιτεκτονική  εσωτερικών χώρων». Αργότερα, με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν ότι πήρα το πρώτο βραβείο του Δήμου Αθηναίων, στη μνήμη του Βρεττάκου, και έτσι σιγά σιγά άρχισα και παίρνω κάποιες επιβεβαιώσεις. Δεν το είχα πάει ακόμα προς το πεζό, αλλά είμαι, θυμάμαι, σε ένα πλοίο και πηγαίνω στην Αίγινα και κρατάω σημειώσεις για ένα ποίημα το οποίο θα ήταν αρκετά μεγάλο. Τις κοιτάζω όμως και καταλαβαίνω ότι αυτές οι σημειώσεις ήταν για μυθιστόρημα. Μέσα στο ποιητικό σώμα εισήλθε η πεζογραφική λογική. Ήταν βέβαια ένα αρκετά πειραματικό βιβλίο, με εσωτερικούς κώδικες, το οποίο όμως επίσης ακούστηκε ότι ήταν καλό.

Έτσι μπήκα σε μια καλή φάση, άρχισα να κάνω ταξίδια και μου ήρθε και η ιδέα να γράψω το «Μπαρ Φλωμπέρ», το οποίο ήταν και το διαβατήριο για ό,τι ακολούθησε. Ελέω «Μπαρ Φλωμπέρ» έχω γυρίσει όλο τον κόσμο, έχω πάει τουλάχιστον σε 20 φεστιβάλ και fora για το βιβλίο, από το Σίδνεϊ μέχρι το Μοντρεάλ. Ένα άλλο μου βιβλίο, η «Αμερικανική Φούγκα», έχει ταξιδέψει στην Αμερική και μέσα σε 25 μέρες έχω κάνει 40 παρουσιάσεις σε όλες τις Πολιτείες. 

Έτσι από κει και πέρα άρχισα να μπορώ να ζω από τα βιβλία μου ενώ ταυτόχρονα έγραφα κείμενα σε διάφορα έντυπα, που πάλι με οδηγούσαν σε ταξίδια σε όλο τον κόσμο. Κάποια στιγμή βέβαια ήρθε η κρίση, που φυσικά επηρέασε και το βιβλίο. Έτσι σκέφτηκα να αρχίσω να παραδίδω μαθήματα δημιουργικής γραφής. Έχω συνεργαστεί με πάρα πολλούς φορείς, αν και ήταν κάτι που δεν είχα φανταστεί ότι θα μπορούσα να κάνω. Ανακάλυψα όμως ότι είναι πάρα πολύ όμορφο να προσπαθείς και ενίοτε να καταφέρνεις να βγάλεις την προσωπική φωνή του άλλου, γιατί αυτό είναι το ζητούμενο. Περίπου 35 από τους μαθητές μου έχουν βγάλει βιβλίο.
 
 - Τι σημαίνει κατά τη γνώμη σας καλός συγγραφέας;
 
Νομίζω ότι καλός συγγραφέας είναι αυτός που μπορεί να σου ψιθυρίζει στο αυτί, να μιλήσει μέσα σου. Τουλάχιστον αυτό είναι που ζητάω εγώ από ένα βιβλίο, να επικοινωνήσουμε.

- Τα βιβλία σας είναι ταξιδιάρικα, νιώθω ότι έχουν μέσα τους αυτό το «λίγο το χάνω και επανέρχομαι».

Ναι, το καταλαβαίνω αυτό που λες=τε και πρέπει να το συνδέσω με την παιδική μου ηλικία, που έχει να κάνει με τη διττή μου είσπραξη των πραγμάτων. Δηλαδή, από τη μία, ζω ένα γεγονός στο 100% του και από την άλλη, έχω την ικανότητα να το παρακολουθώ απέξω ως συγγραφέας μιας κατάστασης στην οποία συμμετέχω και αλλάζω με τον τρόπο μου τον ρου της. Γι’ αυτό και το μέσα-έξω παιχνίδι. 

- Η συγγραφή μπορεί να έχει και κομμάτια αρχιτεκτονικής μέσα της;

Ναι, βέβαια, έχω γράψει και κείμενα για τη σχέση αρχιτεκτονικής και λογοτεχνίας. Έχουν πάρα πολλά κοινά πράγματα. Το κύριο που με βοήθησε από την αρχιτεκτονική στη λογοτεχνία ήταν η αίσθηση της δομής. Τα κτίρια έχουν έναν σκελετό, κολόνες, δοκάρια κ.λπ., για να μπορούν να στέκονται. Αντίστοιχα και τα βιβλία έχουν ένα σκελετό που τα στηρίζει αλλά δεν πρέπει να φαίνεται. Πρέπει να έχουν μια υπόγεια οργάνωση και την ίδια στιγμή να αποτελούν έναν χώρο ζωής. Επίσης, όπως ένα κτίριο είναι φτιαγμένο από κάποια υλικά, μπετόν, ξύλο, γυαλί, έτσι κι ένα βιβλίο είναι φτιαγμένο από υλικά -μνήμη, απώθηση, εκδίκηση, φόβο κ.λπ. Και δεν είναι μόνο η αρχιτεκτονική που έχει σχέση με τη λογοτεχνία, ακόμα και η ιατρική έχει μία τέτοια σχέση, που έχει να κάνει με την υβριδική μας κατάσταση. Γενικά όλα τα πράγματα στο βάθος τους έχουν μία κοινή καταγωγή. Σε όλα πρωταγωνιστής είναι ο άνθρωπος, που ξέρει ταυτόχρονα δύο πράγματα: ότι θα πεθάνει, κάτι που τον καθορίζει δια βίου, και παράλληλα υπάρχει και η πλανητική αίσθηση, δηλαδή ότι μπορεί να κάνουμε τόσα πράγματα αλλά είμαστε η σκνίπα της σκνίπας σε σχέση με το τι υπάρχει γύρω μας.

- Η συγγραφή είναι το φάρμακο της ψυχής ή για να γράψεις πρέπει να έχεις γίνει καλά;

Πολύ ωραία ερώτηση. Για να γράψεις, δεν μπορείς να είσαι tabula rasa. Δεν γίνεται να μην υπάρχει κάτι από πίσω, κάποιο είδος τραύματος. Πολλές φορές βέβαια, εάν το τραύμα συνδυαστεί με μια μεγάλη επιτυχία, μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες -και έχουμε πολλά παραδείγματα, από τον Κάποτε, τον Τενεσί Ουίλιαμς,μέχρι τον Ρεμπό και άλλους. 

#HisStory