Stories Talk | Νίκος Η. Παπαστεργίου "Ο απόλυτος ασφαλιστικός κώδικας, απαιτεί σχεδιαστικά εργαλεία και ρεαλιστικές παραδοχές"
Ένας απλός άνθρωπος, που έβαλε έναν μεγάλο στόχο και τα κατάφερε, κάνοντας υπερήφανη ολόκληρη τη χώρα του, χωρίς ποτέ να ζητήσει κανένα αντάλλαγμα. Kαι κάπως έτσι, είναι κάθε Ελληνας Ολυμπιονίκης. Σεμνός, επίμων, προσηλωμένος.
Από τη Μία Κόλλια
Ο Σπύρος Λούης ήταν ο Έλληνας μαραθωνοδρόμος που κέρδισε το χρυσό μετάλλιο του πρώτου Μαραθωνίου των Σύγχρονων Ολυμπιακών στην Αθήνα, το 1896. Γεννήθηκε στο Μαρούσι στις 12 Ιανουαρίου 1872, από φτωχή αγροτική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν νερουλάς, τότε που ακόμη δεν υπήρχε κεντρική ύδρευση, και ο Σπύρος τον βοηθούσε κουβαλώντας το νερό. Δεν είχε καμία σχέση με τον αθλητισμό, αλλά κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας ξεχώριζε για την αντοχή και την ταχύτητά του.
Ο Λούης έτρεξε στον αγώνα του Μαραθωνίου με την προτροπή του διοικητή του, ταγματάρχη Παπαδιαμαντόπουλου, που ήταν και αθλητικός κριτής. Χωρίς να έχει κάνει καμία ιδιαίτερη προετοιμασία, κατόρθωσε να επικρατήσει των αντιπάλων του, επευφημούμενος από 80.000 θεατές που είχαν κατακλύσει το Καλλιμάρμαρο, φωνάζοντας «Έλλην, Έλλην». Για τον ελληνικό λαό ήταν διακαής πόθος να κερδίσει το αγώνισμα του Μαραθωνίου ένας Έλληνας. Ο λόγος ήταν ότι ο Μαραθώνιος συμπεριλήφθηκε στο Ολυμπιακό πρόγραμμα μετά από εισήγηση του φιλέλληνα Γάλλου διανοούμενου Μισέλ Μπρεάλ, ο οποίος εμπνεύστηκε από τη διαδρομή Μαραθώνα - Αθήνα, που διέσχισε ο Φειδιππίδης προκειμένου να αναγγείλει τη νικηφόρα έκβαση της μάχης του Μαραθώνα.
Έτσι κι έγινε, ο Έλληνας Σπύρος Λούης στέφθηκε ως ο πρώτος Ολυμπιονίκης μαραθωνοδρόμος και τιμήθηκε ως εθνικός ήρωας, μένοντας έτσι για πάντα στην εθνική και παγκόσμια ιστορία. Η διαδρομή ήταν 40 χιλιόμετρα, με αφετηρία τον Μαραθώνα. Στις δύο η ώρα το μεσημέρι, τέσσερις ξένοι αθλητές, δώδεκα Έλληνες και ο Σπύρος Λούης στήθηκαν στο σημείο εκκίνησης. Οι αθλητές βρίσκονταν εκεί από το προηγούμενο βράδυ και σύμφωνα με την παράδοση, ο Λούης όλη τη νύχτα προσευχόταν. Ο Γάλλος Αλμπέν Λερμιζιό, που είχε πάρει και χάλκινο στα 1.500 μέτρα, τέθηκε από νωρίς επικεφαλής της κούρσας. Αυτό όμως δεν προβλημάτισε τον Λούη. Στο Πικέρμι σταμάτησε σε ένα καφενείο και ζήτησε να πιει ένα ποτήρι κρασί, διαβεβαιώνοντας τους πάντες ότι θα νικήσει. Μετά το 32ο χιλιόμετρο, ο Λερμιζιό κατέρρευσε από την εξάντληση και το προβάδισμα πήρε ο Αυστραλός Τέντι Φλακ. Είχε κι αυτός να επιδείξει μετάλλιο, τόσο στα 800 όσο και στα 1.500 μέτρα. Ο Λούης άρχισε να μειώνει την απόσταση, ώσπου και ο Αυστραλός, που δεν ήταν συνηθισμένος σε τόσο μεγάλες αποστάσεις, κατέρρευσε μερικά χιλιόμετρα αργότερα, αφήνοντας τον Έλληνα μαραθωνοδρόμο να κόψει πρώτος το νήμα του τερματισμού.
Αυτός ο αγώνας ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος για τον Σπύρο Λούη, αφού μετά από αυτή του τη νίκη δεν αγωνίστηκε ξανά. Συνέχισε να ζει μια ήρεμη ζωή στο Μαρούσι με την οικογένειά του και να εργάζεται ως αγρότης και νερουλάς.
Ο θρύλος του Σπύρου Λούη όμως παρέμεινε αναλλοίωτος στο πέρασμα του χρόνου. Συχνά τον καλούσαν σε αθλητικούς αγώνες ως επίσημο προσκεκλημένο και το κοινό πάντα τον επευφημούσε, όταν τον έβλεπε ντυμένο με τη φουστανέλα του και με το χρυσό μετάλλιο στο στήθος. Την 1η Αυγούστου του 1936, προσκλήθηκε από τον Χίτλερ στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου. Ο Λούης πήγε, φωτογραφήθηκε μαζί του και του πρόσφερε ένα κλαδί ελιάς ως σύμβολο της ειρήνης. Δεν τον χαιρέτησε όμως με τον γνωστό ναζιστικό τρόπο, όπως έκαναν τα υπόλοιπα μέλη της ελληνικής αποστολής.
Το όνομα του Σπύρου Λούη έχει δοθεί στο Ολυμπιακό Στάδιο στο οποίο διεξήχθησαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας το 2004, καθώς επίσης και στον δρόμο έξω από το στάδιο. Όμως ο Έλληνας μαραθωνοδρόμος έχει τιμηθεί και σε παγκόσμιο επίπεδο. Στο Μόναχο, ονόμασαν προς τιμήν του τη λεωφόρο που περνά μπροστά από το Ολυμπιακό Πάρκο (Spiridon-Louis-Ring).
Ο Σπύρος Λούης πέθανε στις 6 Μαρτίου 1940, σε ηλικία 67 ετών.
#HisStory