Ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός, τον Μάιο του 1823, σε μια περίοδο έξαρσης της Ελληνικής Επανάστασης, έγραψε το ποίημα «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», οι δύο πρώτες στροφές του οποίου αποτελούν τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας και της Κύπρου.   

Από τη Μία Κόλλια

Αυτός είναι ο πρώτος λόγος που τον καθιστά εθνικό ποιητή των Ελλήνων. Ο δεύτερος, εξίσου σημαντικός, είναι γιατί, όπως έχει γράψει ο Γιώργος Σεφέρης, «… μπόρεσε να χαράξει, όσο οριστικά του επέτρεπε η εποχή του, το δρόμο που θα 'παιρνε η ελληνική έκφραση. Αγάπησε τη ζωντανή γλώσσα και δούλεψε σ’ όλη του τη ζωή για να την ανυψώσει στο επίπεδο της ποίησης που εκείνος οραματιζόταν. Ήταν μια προσπάθεια που ξεπερνούσε τις δυνάμεις ενός και μόνου ανθρώπου».

Τα Πρώτα Βήματα στη Ζωή

Ο Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στις 8 Απριλίου του 1798 στη Ζάκυνθο, ως το εξώγαμο παιδί του πατέρα του με την υπηρέτρια Αγγελική Νίκλη. Ο Νικόλαος Σολωμός αναγνώρισε τόσο τον ίδιο όσο και τον δεύτερο γιο που απέκτησε με εκείνη, ως δικά του παιδιά. Σε πολύ μικρή ηλικία ο Διονύσιος Σολωμός έμεινε ορφανός και το 1808 έφυγε για σπουδές στην Ιταλία.

Επτά χρόνια αργότερα πήρε το απολυτήριο από το Λύκειο της Κρεμόνας και γράφτηκε στο πανεπιστήμιο της Παβίας, απ' όπου πήρε το πτυχίο της Νομικής με την οποία ποτέ δεν ασχολήθηκε επαγγελματικά. Παράλληλα με τις σπουδές του, άρχισε να γράφει στίχους στην ιταλική γλώσσα, ενώ ήρθε σε επαφή με σπουδαίους φιλοσόφους αλλά και αξιόλογους εκπροσώπους της λογοτεχνικού χώρου της εποχής.

Η Ελλάδα και ο δύσκολος δρόμος προς τον Ύμνο

Επέστρεψε στη Ζάκυνθο το 1818, μετά το τέλος των σπουδών του. Στο νησί υπήρχε αξιόλογη πνευματική κίνηση ήδη από τον 18ο αιώνα κι έτσι ο Σολωμός βρήκε έναν κύκλο από ανθρώπους με ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία, με τους οποίους γρήγορα ανέπτυξε φιλικές σχέσεις. Συγκεντρώνονταν συχνά σε φιλικά σπίτια και διασκέδαζαν με αυτοσχέδια ποιήματα. Τότε κάνει και τις πρώτες απόπειρες να γράψει στα Ελληνικά -εγχείρημα δύσκολο αφού η παιδεία του ήταν κλασική και ιταλική.

Για να διαμορφώσει την ποιητική του γλώσσα, άρχισε να μελετά τα δημοτικά τραγούδια, το έργο των προσολωμικών ποιητών, όπως και δημώδη και κρητική λογοτεχνία, που ήταν τότε τα καλύτερα δείγματα της χρήσης της δημοτικής γλώσσας στη νεοελληνική λογοτεχνία.

solomos

Ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» ήταν ο πρώτος σημαντικός σταθμός στο έργο του. Το ποίημα δημοσιεύθηκε στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και η φήμη του ποιητή εξαπλώθηκε πέρα από τα όρια του νησιού του. Λίγο αργότερα, συνέθεσε το λυρικό ποίημα «Ωδή εις το θάνατο του Λόρδου Μπάιρον» και ακολούθησαν «Η καταστροφή των Ψαρών», «Η Φαρμακωμένη», «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι», «Ο Πόρφυρας», τα οποία αναγνωρίζονται ως τα καλύτερα έργα του.

Η Κέρκυρα του Πνεύματος

Το 1828 ο Σολωμός εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα, το μέρος όπου έζησε μέχρι τον θάνατό του. Η Κέρκυρα εκείνη την περίοδο ήταν ένα σπουδαίο πνευματικό κέντρο, το οποίο θα του έδινε έμπνευση για δημιουργία. Εξάλλου εκεί βρέθηκε στο επίκεντρο ενός κύκλου από πνευματικούς ανθρώπους με μεγάλη μόρφωση, με προοδευτικές και φιλελεύθερες ιδέες και με αξιώσεις για την τέχνη.

Τα σημαντικότερα πρόσωπα με τα οποία συσχετίστηκε ο ποιητής ήταν ο Νικόλαος Μάντζαρος, ο Ιωάννης και ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, ο Ανδρέας Μουστοξύδης, ο Ιάκωβος Πολυλάς, ο Ιούλιος Τυπάλδος, ο Γεράσιμος Μαρκοράς κ.ά. Το 1833 ξεκινά μια ψυχοφθόρα για τον ποιητή δίκη, καθώς ο ετεροθαλής αδερφός του, από τον δεύτερο γάμο της μητέρας του, υποστηρίζει πως είναι και εκείνος παιδί του Νικόλαου Σολωμού και διεκδικεί ποσοστό της κληρονομιάς. Αν και η δίκη έληξε υπέρ του ποιητή, τον κατέβαλε ψυχολογικά και άρχισε να αποξενώνεται από τους ανθρώπους.

Μοναχός και Μόνος

Ο Σολωμός μετά το 1847 άρχισε να ξαναγράφει στα Ιταλικά. Τα έργα της περιόδου αυτής όμως είναι ημιτελή. Το 1851 εμφανίστηκαν σοβαρά προβλήματα υγείας και ο χαρακτήρας του έγινε ακόμη πιο ιδιόρρυθμος. Αποκόπηκε εντελώς από φιλικά του πρόσωπα και μετά την τρίτη εγκεφαλική συμφόρηση που έπαθε το 1856, δεν έβγαινε πλέον από το σπίτι. Πέθανε τελικά τον Φεβρουάριο του 1857. Ήταν τόσο μεγάλη η φήμη του, ώστε όλος ο λαός πένθησε. Το θέατρο της Κέρκυρας έκλεισε, η Ιόνιος Βουλή σταμάτησε τις εργασίες της και κηρύχθηκε πένθος για τον ποιητή. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Ζάκυνθο το 1865.