Stories Talk | Νίκος Η. Παπαστεργίου "Ο απόλυτος ασφαλιστικός κώδικας, απαιτεί σχεδιαστικά εργαλεία και ρεαλιστικές παραδοχές"
«Το σπουδαίο δεν είναι ν’ αλλάξουμε τη ζωή μας, ονειροπολώντας μιαν άλλη, αλλά να κάνουμε να λαλήσει τούτη η ζωή, όπως μας δόθηκε, την καθημερινή, την ταπεινή, την ανθρώπινη, όπου το καθετί που μπορούσε να γυρέψουμε πρέπει να υπάρχει».
Από τη Μία Κόλλια
Ο Γεώργιος Σεφεριάδης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου του 1900 στη Σμύρνη. Ήταν το μεγαλύτερο από τα τρία παιδιά του δικηγόρου Στυλιανού Σεφεριάδη και της Δέσποινας Τενεκίδη.
Άρχισε να σπουδάζει το 1906 στη Σμύρνη αλλά με το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου το 1914, η οικογένεια μετανάστευσε στην Αθήνα. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο Αθηνών, πήγε με τη μητέρα και τα αδέλφια του στο Παρίσι, όπου ο πατέρας του εργαζόταν ως δικηγόρος. Εκεί γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, από την οποία αποφοίτησε με διδακτορικό το 1924. Τα χρόνια παραμονής του στο Παρίσι, οπότε το κίνημα του μοντερνισμού βρισκόταν στην ακμή του, ήταν καθοριστικά για τη διαμόρφωση της ποιητικής του φυσιογνωμίας. Τον Φεβρουάριο του 1925 επιστρέφει στην Αθήνα και το 1927 διορίζεται στη διπλωματική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ο Σεφέρης συνόδευσε την Ελεύθερη Ελληνική Κυβέρνηση στην εξορία στην Κρήτη, την Αίγυπτο, τη Νότια Αφρική και την Ιταλία, ενώ επέστρεψε ξανά στην Αθήνα το 1944. Συνέχισε να εργάζεται στο Υπουργείο Εξωτερικών, όπου και διετέλεσε σε διπλωματικές θέσεις στην Άγκυρα και στο Λονδίνο, όπου παρέμεινε έως το 1962, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε.
Εντωμεταξύ, στις 10 Απριλίου του 1941 είχε παντρευτεί στην Πλάκα τη Μαρώ Ζάννου, με την οποία δεν απέκτησαν παιδιά.
Στα ελληνικά γράμματα ο Γιώργος Σεφέρης εμφανίστηκε το 1931, με την ποιητική συλλογή «Στροφή», η οποία από την πρώτη στιγμή προκάλεσε το ενδιαφέρον της λογοτεχνικής κοινότητας της Αθήνας, ενώ με την πάροδο του χρόνου απέκτησε μεγάλο συμβολικό βάρος, επειδή θεωρήθηκε ότι έστρεψε την ελληνική ποίηση από την παραδοσιακή στη μοντέρνα γραφή. Η ώριμη ποίησή του ξεκινά με τη συλλογή «Μυθιστόρημα» (1935), που απαρτίζεται από 24 ποιήματα. Σ’ αυτό το έργο βλέπουμε διαμορφωμένα τα σύμβολα που συνθέτουν την ποιητική μυθολογία του Σεφέρη: το ταξίδι, οι πέτρες, τα μάρμαρα, τα αγάλματα, η θάλασσα κ.ά. Η «Στέρνα», το «Τετράδιο Γυμνασμάτων, το «Ημερολόγιο καταστρώματος» (Α’, Β’ και Γ’), το «Κίχλη» είναι μόνο ορισμένα από τα σημαντικά έργα του σπουδαίου ποιητή, που διαβάστηκε και διαβάζεται όσο λίγοι, μελοποιήθηκε και τραγουδιέται μέχρι σήμερα.
Από τη δεκαετία του ’50 το έργο του Σεφέρη μεταφράστηκε και εκτιμήθηκε στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα τη βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας τον Δεκέμβριο του 1963. «Για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες», όπως αναφέρθηκε στο σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας. Έτσι έγινε ο πρώτος Έλληνας που κατέκτησε αυτή την κορυφαία διάκριση. Στην ομιλία του κατά την απονομή του Νόμπελ, είπε: «… Ανήκω σε μια χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα…». Επίσης δεν αναφέρθηκε καθόλου στον εαυτό του. Αντίθετα, επέλεξε να αναφερθεί στους σπουδαίους ομότεχνούς του Διονύσιο Σολωμό, Ανδρέα Κάλβο, Κωστή Παλαμά, Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, Άγγελο Σικελιανό, Μακρυγιάννη, που όπως είπε, τον έκαναν αυτό που είναι.
Ο Γιώργος Σεφέρης είχε τακτική συνεργασία με το BBC από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, όταν υπηρετούσε ως σύμβουλος στην Πρεσβεία της Ελλάδος στο Λονδίνο. Από αυτή τη ραδιοφωνική συχνότητα, τον Μάρτιο του 1969, στηλίτευσε τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών. «Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά», είπε μεταξύ άλλων.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο σπουδαίος ποιητής τα πέρασε μακριά από τη δημόσια σφαίρα. Το 1971 μπήκε στο νοσοκομείο για να εγχειριστεί στο λεπτό έντερο. Η επέμβαση δεν είχε επιτυχία και έπειτα από επιπλοκές, άφησε την τελευταία του πνοή στις 20 Σεπτεμβρίου εκείνης της χρονιάς. Δύο μέρες αργότερα, η νεκρώσιμη ακολουθία του μετατράπηκε σε συλλαλητήριο κατά της χούντας, με τον κόσμο να τραγουδά την απαγορευμένη σεφερική «Άρνηση», σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη.
«…Στο περιγιάλι το κρυφό
Κι άσπρο σαν περιστέρι
Διψάσαμε το μεσημέρι
Μα το νερό γλυφό
Πάνω στην άμμο την ξανθή
Γράψαμε το όνομα της
Ωραία που φύσηξε ο μπάτης
Και σβήστηκε η γραφή
Με τι καρδιά, με τι πνοή
Τι πόθους και τι πάθος
Πήραμε τη ζωή μας.
Λάθος!
Κι αλλάξαμε ζωή…»
#HisStory