Ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας είναι αναμφισβήτητα ο πιο «διεθνής» από τους Έλληνες ζωγράφους, ένας καλλιτέχνης που επηρέασε όχι μόνο τη νεότερη ελληνική τέχνη και πνευματική ζωή αλλά και την παγκόσμια. 

Από τη Μία Κόλλια

«Ο συγχρονισμένος αιώνιος», όπως τον έχει χαρακτηρίσει ο προσωπικός του φίλος Οδυσσέας Ελύτης, λειτούργησε ως σύνδεσμος ανάμεσα στην ευρωπαϊκή πρωτοπορία και τον ελληνικό μοντερνισμό και έχει δικαιωματικά κερδίσει μια σημαντική θέση στην ιστορία της ελληνικής τέχνης. 

Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου του 1906. Πατέρας του ήταν ο καταγόμενος από τα Ψαρά αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος και μητέρα του η Ελέλε Γκίκα, της γνωστής οικογένειας Γκίκα, η οποία είχε εγκατασταθεί στην Ύδρα.

Ο μικρός Νίκος βρισκόταν κάθε καλοκαίρι στο νησί και αυτή η διαμονή του επηρέασε την καλλιτεχνική του δημιουργία. Από μικρός είχε ιδιαίτερη κλίση στο σχέδιο και έτσι οι γονείς του τον έστειλαν να μαθητεύσει αρχικά κοντά στον Βασίλη Μαγιάση και αργότερα στον Κωνσταντίνο Παρθένη.

Το 1922 πήγε στο Παρίσι, όπου παράλληλα με τις σπουδές του στη Γαλλική Φιλολογία και την Αισθητική στη Σορβόνη, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής και χαρακτικής στην Académie Ranson. Στη Γαλλία ο Γκίκας γνώρισε τους εκπροσώπους της μοντέρνας τέχνης -Ματίς, Μπρανκούζι, Μουρ κ.ά. Συμμετείχε σε πολλές ομαδικές εκθέσεις ενώ η πρώτη ατομική του έγινε στην γκαλερί Percier το 1927, την οποία επισκέφτηκε και ο Πικάσο.

Η αναγνώριση ήρθε γρήγορα. Ο γαλλικός Τύπος γέμισε με καλές κριτικές για τον Γκίκα και οι συλλέκτες έτρεχαν να αγοράσουν έργα του καθώς ο μέγας κριτικός τέχνης Maurice  Raynal τον εξυμνούσε.

Tο 1928 ο Γκίκας γυρίζει στην Ελλάδα και παρουσιάζει τα έργα του στο κοινό της Αθήνας. Γίνεται φίλος με τον αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη, ο οποίος επηρεάζει το έργο του.

Τον Απρίλιο του 1929, ο καλλιτέχνης παντρεύεται την ποιήτρια Τίγκη ή αλλιώς Αντιγόνη Μπούμπουλη, που ήταν αρκετά χρόνια μεγαλύτερή του, πράγμα που ενοχλούσε τους γονείς του και έφερναν αντιρρήσεις για αυτό τον γάμο. Παρ’ όλα αυτά ο γάμος έγινε και οι δυο τους φεύγουν για τη Γαλλία όπου εγκαθίστανται μέχρι το 1934, όταν και πάλι επιστρέφουν στην Ελλάδα. 

gkikas

Ο Γκίκας είχε πια πανευρωπαϊκή φήμη αφού τον συμπεριλάμβαναν σε λευκώματα μαζί με τον Πικάσο, τον Καντίνσκι, τον Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, τον Τζιακομέτι κ.ά. Στη χώρα μας όμως τότε όχι μόνο αδιαφορούσαν για τη μοντέρνα τέχνη αλλά ήταν και αρνητικοί ως προς αυτήν.

Ο Γκίκας παλεύει να την κάνει γνωστή και αναπτύσσει σχέσεις γι’ αυτόν τον αγώνα με ζωγράφους και ποιητές. Παλαμάς, Ελύτης, Θεοτοκάς, Εμπειρίκος, Σεφέρης συναντιούνταν στο εξοχικό του στην Ύδρα  και έκαναν ατελείωτες συζητήσεις για την αρχαία Ελλάδα, το Βυζάντιο και τις επιρροές του στο σήμερα. 

Ο Γκίκας, μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, θα εκδώσει μαζί με τους Πικιώνη, Σπύρο Παπαλουκά, Στρατή Δούκα και Σωκράτη Καραντίνο το περιοδικό «Τρίτο Μάτι». Στην Ύδρα επίσης ζωγραφίζει τα πρώτα του έργα στα οποία βρίσκει οριστικά τον εαυτό του, συνδυάζοντας τα διδάγματα του κυβισμού με τη φύση, το φως και την αρχιτεκτονική της Ελλάδας.

Το 1937 κερδίζει το αργυρό  μετάλλιο στην Παγκόσμια έκθεση στο Παρίσι και παράλληλα δραστηριοποιείται σκηνογραφικά, με πρώτο έργο το «Όπως αγαπάτε» του Σαίξπηρ, στο Θέατρο Κοτοπούλη.

Το 1940, με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου επιστρατεύεται και υπηρετεί στο Μηχανικό. Με τη λήξη του πολέμου, η Αρχιτεκτονική σχολή του ΕΜΠ προκηρύσσει θέση καθηγητή. Ο Γκίκας θέτει υποψηφιότητα και το 1941 εκλέγεται καθηγητής της Σχολής, όπου παραμένει μέχρι το 1958. Το 1972 εκλέγεται τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και το 1986 επίτιμο μέλος της Royal Academy of Arts του Λονδίνου. 

Περισσότερες από 50 εκθέσεις του μεγάλου καλλιτέχνη έχουν οργανωθεί κατά καιρούς στην Αθήνα, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στη Γενεύη, στο Βερολίνο και στη Νέα Υόρκη. Έργα του βρίσκονται σε πολλές ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό καθώς και σε πολλά μουσεία. 

Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, ο Γκίκας αποφάσισε να κατοικήσει μόνιμα στο κτήριο της οδού Κριεζώτου 3, που ανήκε στην οικογένειά του. Ήδη από την εποχή του, το σπίτι της οδού Κριεζώτου προκάλεσε έντονο ενδιαφέρον στους αρχιτεκτονικούς και καλλιτεχνικούς κύκλους και παρουσιάστηκε σε ελληνικά και ξένα περιοδικά αρχιτεκτονικής. Στο ειδικά διαμορφωμένο δώμα του έκτου ορόφου εγκατέστησε το εργαστήριο και τη βιβλιοθήκη του, ενώ χρησιμοποιούσε τον πέμπτο όροφο για κατοικία. 

Εκεί έζησε και δημιούργησε επί σαράντα συνεχή χρόνια, ως τον θάνατό του, τον Σεπτέμβριο του 1994. Οι χώροι αυτοί διατηρούνται μέχρι σήμερα όπως τους είχε ο ίδιος οργανώσει και διακοσμήσει. Το κτήριο περιήλθε στο Μουσείο Μπενάκη από δωρεά του καλλιτέχνη, ενόσω αυτός ακόμη ζούσε. Στον τρίτο όροφο της Πινακοθήκης Ν. Χατζηκυριάκου-Γκίκα εκτίθενται πίνακες, σχέδια, γλυπτά, σκηνικά, χειρόγραφα, εικονογραφημένες εκδόσεις, φωτογραφίες, καθώς και έπιπλα από το σπίτι στην Ύδρα και στην οδό Κριεζώτου. 

#HisStory