Ο Αλέκος Φασιανός έφυγε από τη ζωή στις 16 Ιανουαρίου 2022 πλήρης ημερών, αφήνοντας πίσω έργο που θα μιλάει για πάντα για το ταλέντο του και τη λατρεία του για την Ελλάδα!

#painter #culture #greekspirit #talent #art 

Από τη Μία Κόλλια

Ποδηλάτες, άντρες με ένα τσιγάρο στο στόμα, ερωτευμένα ζευγάρια με ανοιχτά φτερά, φουλάρια να ανεμίζουν και πουλιά να στέλνουν μηνύματα ελευθερίας. Τραπεζάκια και καρέκλες καφενείου, αρχαία μνημεία και ερείπια. Μέλισσες, καρπούζια, ψάρια και βαπόρια. Συχνά με μάζες χρώματος ή πλακάτες φιγούρες, άλλοτε μπλε, άλλοτε κόκκινες, πάντα σε χρυσοκίτρινο βάθος -«γιατί αισθάνομαι με χρώματα. Δείχνω τα αισθήματά μου όταν επιλέγω χρώμα», έχει πει ο ίδιος ο ζωγράφος Αλέκος Φασιανός, του οποίου η τέχνη έχει τη δύναμη να γίνεται ακαριαία αναγνωρίσιμη, ίσως ακόμη κι από ένα παιδί.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935. Ήταν γιος του καθηγητή μουσικής Επαμεινώνδα και της φιλολόγου Ελένης. Από τη μεριά του πατέρα του, πήρε την αγάπη για τη μουσική και μάλιστα σπούδασε βιολί στο Ωδείο Αθηνών. Η μητέρα του ήταν η δασκάλα του για την αρχαία Ελλάδα. Τον πήγαινε στην Ακρόπολη, σε μουσεία, του μάθαινε τα πάντα για τα εκθέματα που έβλεπε. 

Όσο για το θρησκευτικό στοιχείο, τις βυζαντινές εικόνες και τους υπερβατικούς πρωταγωνιστές τους που τον μαγνήτιζαν ως παιδί, έχει πει ο ίδιος: «Ο παππούς μου ήταν παπάς. (...) Από πολύ μικρός και εξαιτίας του παππού μου, τριγύρναγα στις μισοσκότεινες μεταβυζαντινές εκκλησίες και τον βοηθούσα άλλοτε φέρνοντάς του το θυμιατό και άλλοτε διαβάζοντας τον Απόστολο. Πιο πολύ όμως και από το θρησκευτικό μέρος με έλκυαν οι εικόνες, οι βυζαντινές ή οι λαϊκές. Μου έκαναν εντύπωση οι άγιοι καβαλάρηδες με τα φωτοστέφανα και τα σπαθιά τους, που έβγαζαν φλόγες και σκότωναν θηρία. Τα ξερά βυζαντινά βουνά στο βάθος, τα περίεργα δέντρα και τα φυτά και οι χρυσοί ουρανοί...».

Ο Φασιανός σπούδασε ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, με καθηγητή το Γιάννη Μόραλη, ενώ όταν ο Γιάννης Τσαρούχης είδε για πρώτη φορά έργα του, καθηλώθηκε και έκτοτε τον αποκαλούσε «δάσκαλο του Γένους». 

fasianos

Το 1960 ο Φασιανός πήγε στο Παρίσι για να φοιτήσει στην École des Beaux Arts, σπουδάζοντας την τέχνη της λιθογραφίας για τρία χρόνια, με υποτροφία του γαλλικού κράτους. Τα έργα του φιλοξενήθηκαν σε σημαντικούς χώρους της γαλλικής πρωτεύουσας, όπως το Κέντρο Πομπιντού και η Γκαλερί του Ιόλα, ενώ του δόθηκε η ευκαιρία να εικονογραφήσει ποίηση μεγάλων δημιουργών, όπως του Απολινέρ και του Αραγκόν.

Όμως και οι ποιητές τον λάτρεψαν. Όχι μόνο οι Έλληνες, οι προσωπικοί του φίλοι, ο Ελύτης και ο Σαχτούρης, αλλά και οι Γάλλοι. Ο Λουί Αραγκόν τού έλεγε, «Είσαι ο τελευταίος μεσογειακός ζωγράφος» ενώ έγραψε για αυτόν: «Ω, Φασιανέ! Θυμάμαι τις πρώτες μέρες, την πρώτη έκπληξη ενός καινούργιου τρόπου να αγαπάς».

Το χαρακτηριστικό καλλιτεχνικό ύφος του Αλέκου Φασιανού διαμορφώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Τα τρία βασικά θέματα που έμειναν αναλλοίωτα στη διάρκεια της πορείας του είναι ο άνθρωπος, η φύση και το περιβάλλον. Στις πρώτες συνθέσεις του κυριαρχεί η μορφή του αξιωματικού με τα κόκκινα μάγουλα και τα φανταχτερά σιρίτια στη στολή. Σταδιακά οι μορφές κινούνται και αποκτούν δική τους ζωή.
 
Στη γαλλική πρωτεύουσα έζησε για 35 χρόνια, χωρίς όμως να συνταχθεί φανερά με τα ευρωπαϊκά πρωτοποριακά ρεύματα της εποχής. Όταν κάποτε η Μελίνα Μερκούρη τον παρουσίασε ως Έλληνα ζωγράφο, ο Φρανσουά Μιτεράν, ο οποίος είχε μια μικρή συλλογή έργων τέχνης του Αλέκου Φασιανού, φέρεται να διαμαρτυρήθηκε μεταξύ σοβαρού και αστείου, «α, όχι, ο Φασιανός είναι Γάλλος ζωγράφος». 

Δεν δέχτηκε ποτέ το γαλλικό διαβατήριο που του πρόσφεραν. Παρέμεινε πιστός στην παραστατική ζωγραφική και στις ελληνικές καταβολές του, διατηρώντας μέχρι τέλους την αγάπη του για την ελληνική τέχνη (αρχαία, βυζαντινή, λαϊκή) και τους ισχυρούς δεσμούς του με τη βιωμένη εμπειρία του ελληνικού χώρου.

Από τα μέσα της δεκαετίας του '70, ο σπουδαίος ζωγράφος ενδιαφέρθηκε για τη σκηνογραφία και την ενδυματολογία και φιλοτέχνησε σκηνικά και κοστούμια για κλασικά και σύγχρονα έργα σε κρατικές σκηνές (Εθνικό θέατρο, ΕΛΣ) αλλά και στο ελεύθερο θέατρο. Ασχολήθηκε επίσης με το αρχαίο δράμα.

Έργα του βρίσκονται στην ΕΠΜΑΣ, στην Πινακοθήκη Αβέρωφ, στις Π.Δ. Αθηναίων, Ρόδου, στο ΜΜΣΤ, Θεσσαλονίκη, στη Συλλ. ΜΙΕΤ, στο Musée d'Art Moderne στο Παρίσι και αλλού. Τιμήθηκε από το γαλλικό κράτος με το Ανώτατο Παράσημο του Ιππότη των Γραμμάτων και των Τεχνών και βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών (1999).

Το 2000, φιλοτέχνησε έργα για τον Σταθμό Μεταξουργείο του μετρό της Αθήνας, με τίτλο «Ο μύθος της γειτονιάς μου». Για το έργο του Έλληνα ζωγράφου έχουν γυριστεί τέσσερις ταινίες από την ελληνική και τη γαλλική τηλεόραση, ενώ κυκλοφορούν και αρκετές μονογραφίες του.

Το 2004 ο Αλέκος Φασιανός ήταν ένας από τους συμμετέχοντες στη Λαμπαδηδρομία για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας και είχε χαρακτηρίσει «μοναδική» και «συγκινητική» τη στιγμή που έτρεξε, κρατώντας την Ολυμπιακή Φλόγα.

Μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Αλέκος Φασιανός έπαιρνε ζωή και ικανοποίηση από την τέχνη του. Πολλές φορές ζωγράφιζε στο πάτωμα, σαν μικρό παιδί. Επέλεγε τα υλικά του, τα χρώματά του, τα ανακάτευε και ταξίδευε μαζί τους στα μονοπάτια της φαντασίας. Άλλωστε, δεν δίσταζε να παραδεχτεί δημόσια: «Όταν δεν ζωγραφίζω, είμαι δυστυχής».  

Ο Αλέκος Φασιανός, ως γνήσιος «λαϊκός καλλιτέχνης», άφησε την τέχνη του να διαδοθεί και να πλημμυρίσει και τη δική μας καθημερινότητα με τη γοητεία της και την αισιοδοξία που αποπνέουν τα έργα του, που τόσο την έχουμε ανάγκη. Ίσως αυτός είναι ένας από τους λόγους που εξηγούν γιατί η ζωγραφική του αγαπήθηκε τόσο πολύ από τον κόσμο. Έφυγε από τη ζωή την Κυριακή 16 Ιανουαρίου, σε ηλικία 87 ετών, έχοντας στο πλευρό του τη σύζυγό του Μαρίζα και τα δυο τους παιδιά.  

#αφιερωμα