Ο Πάρις Μέξης είναι σκηνοθέτης, σκηνογράφος, ενδυματολόγος. Πάνω από όλα είναι μαχητής, πάντα μάχιμος, πλουραλιστής της ζωής, ευφάνταστος καλλιτέχνης, τολμηρός και λάτρης της αισθητικής κουλτούρας. Η ζωή του αποδεικνύει πως «όταν θέλεις, δύνασαι» και όταν έχεις τόσο μεγάλο ταλέντο, πρέπει να παλεύεις για να αναπτύσσεται και να ανθίζει. 

Από τη Μία Κόλλια

- Ποια πρώτα χρόνια διαμορφώνουν τον μικρό Πάρι Μέξη;

Γεννήθηκα στην Αθήνα, Ασκληπιού και Καλλιδρομίου, αλλά γύρω στα 3-4 χρόνια μου μετακομίσαμε στο Μαρούσι, όπου μεγάλωσα. Το Μαρούσι τότε ήταν ακόμη βοσκοτόπια, ένα απομακρυσμένο προάστιο. Πέρασα υπέροχα παιδικά χρόνια, με πολλή αγάπη, προσκοπισμό και Ωδείο που το ζήτησα μόνος μου -ήθελα να μάθω πιάνο. Όλα αυτά τα καλά, μέχρι τα 13 μου, όταν η κατάσταση άλλαξε αρκετά. Οι γονείς μου χώρισαν, εμένα μου ήρθε η ιδέα ότι μου αρέσει τελικά να παίζω τζαζ και παράτησα το Ωδείο και γενικά δεν ήξερα τι θέλω να κάνω. Το πρώτο σημαντικά καθοριστικό πράγμα που έγινε στη ζωή μου ήταν στα 16, στη Β’ Λυκείου: εμφανίζονται φοβερά οξείς πόνοι στο πόδι μου, που τους αποδώσαμε στο μπάσκετ που έπαιζα και αρχίσαμε τις φυσιοθεραπείες. Ο πόνος δεν πέρναγε, μέχρι που ένας γιατρός είπε στους γονείς μου ότι έχω καρκίνο και έπρεπε να πάμε στο εξωτερικό αλλιώς θα… πέθαινα. 

Πέρασα εκείνο το καλοκαίρι και όλη τη διάρκεια της Γ’ Λυκείου σε νοσοκομεία. Ακολούθησαν τρεις εγχειρήσεις και βαριές χημειοθεραπείες, αλλά ευτυχώς όλα πήγαν καλά τελικά. Αυτό που είχα ήταν σάρκωμα Ewing, ένας τύπος παιδικού όγκου σπάνιας μορφής. Κατά διαβολική σύμπτωση, πέθανε από τον ίδιο καρκίνο ο ξάδερφός μου μετά από μερικά χρόνια. Ο λόγος που συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες για το γιατί έπαθα αυτόν τον καρκίνο ήταν το Τσέρνομπιλ.
 
- Πόσο σας άλλαξε αυτό το αναπάντεχο και συγκλονιστικό που περάσατε;
 
Νομίζω ότι ουσιαστικά ο άνθρωπος που έγινα οφείλεται σε αυτό τον χρόνο. Ήμουν ένα πάρα πολύ δραστήριο παιδί και ζούσα σε ένα σπίτι που παρακολουθούσαμε θέατρο, σινεμά, μας ενδιέφεραν οι τέχνες, υπήρχε αγάπη και ξαφνικά αυτό το πράγμα με απομόνωσε σε ένα νοσοκομείο στην Αγγλία, με τους γονείς μου να έρχονται όποτε μπορούν. Θυμάμαι τις νύχτες στον θάλαμο που συχνά δεν κοιμόμασταν γιατί υπήρχαν παιδάκια που πονούσαν πολύ. Θυμάμαι όμως και μια υπέροχη νοσοκόμα, τη Μέλοντι, που ήταν πάντα δίπλα μου. 

Τέλος πάντων, εγώ κάπως το ξεπέρασα αλλά από κει και πέρα υπήρχε μια καινούργια πραγματικότητα, κυρίως γιατί οι γονείς μου είχαν χαλάσει όσα χρήματα είχαν για να γίνω καλά. Ο χρόνος της αρρώστιας μου επίσης ήταν ένα «μάστερ» για μένα, γιατί τότε διάβασα ό,τι δεν είχα διαβάσει ποτέ στη ζωή μου, άκουσα πολλή μουσική, σκέφτηκα πολύ και το σημαντικότερο ήταν ότι συνειδητοποίησα πως δεν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος να ζήσω ή να πεθάνω - είμαι ένα νούμερο, άρα αν τα καταφέρω να ζήσω, ας κάνω κάτι που να αξίζει τον κόπο. 
 
 
- Πώς συνεχίσατε τη ζωή σας μετά απ’ όλο αυτό;
 
Τότε είχα ένα παιδικό όνειρο να γίνω αρχιτέκτονας αλλά δεν πέρασα στην Αρχιτεκτονική. Σκέφτηκα λοιπόν να πάω στον ΑΚΤΟ, που είχε πράγματα που με ενδιέφεραν να σπουδάσω και επέλεξα την Αρχιτεκτονική εσωτερικών χώρων. Τότε ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που ήμουν πραγματικά καλός σε κάτι, πράγμα που μου έδωσε μεγάλη αυτοπεποίθηση και μια απίστευτη δίψα να κάνω όλο και περισσότερα πράγματα. Έτσι άρχισα να δουλεύω σε αρχιτεκτονικά γραφεία ως σχεδιαστής, ενώ παράλληλα πήγαινα και σε πολεοδομίες, έβγαζα άδειες -πράγματα που θα έκανα αν είχα πάει και στην Αρχιτεκτονική. 
 
Εκεί όμως συνειδητοποίησα ότι δεν θέλω να γίνω αρχιτέκτονας, παρόλο που σέβομαι και αγαπώ την αρχιτεκτονική. Σκέφτηκα ότι με την αρχιτεκτονική φτιάχνεις ένα κτίριο που μετά μένει, δεν το χαλάς για να το ξαναφτιάξεις. Άρα δεν έχει μέσα της την αναγέννηση, που για μένα είναι κάτι βασικό, λόγω και της ασθένειας που έχω περάσει. Ήθελα να εργαστώ σε κάτι το οποίο να μπορεί να ανανεώνεται. Τότε είχα σχέση με μια κοπέλα που ήταν ηθοποιός και είχε τύχει να φτιάξω κάποιες φορές τα σκηνικά σε θέατρο -κάτι που μ’ άρεσε πάρα πολύ. Μέσα και από μια συζήτηση με μια συμμαθήτριά μου στη σχολή, μου έβαλε την ιδέα να πάω να σπουδάσω σκηνογραφία στο Saint Martins, στο Λονδίνο. Αν και όλοι μού έλεγαν ότι ήταν πολύ δύσκολο, έκανα την αίτηση για να με πάρουν, παράλληλα με διάφορες άλλες αιτήσεις για υποτροφία, μιας και δεν υπήρχαν τα χρήματα. Ήρθαν όλα ευνοϊκά, πέρασα στο interview και πήγα τελικά, αφήνοντας τη δουλειά στο αρχιτεκτονικό γραφείο.  

Mexis
 
 
- Πώς ήταν οι σπουδές σας στο Λονδίνο;
 
Μου άρεσαν πάρα πολύ και είχαν φοβερό ενδιαφέρον, αλλά η ζωή ήταν δύσκολη γιατί την έβγαζα με σάντουιτς. Πήγαινα όμως σχεδόν καθημερινά σε θέατρα, συναυλίες, μουσεία τέχνης και απορροφούσα μια κουλτούρα που δεν θα μπορούσα να βρω αλλού πουθενά. Παράλληλα με τις σπουδές, ξεκίνησα να δουλεύω ως βοηθός στον τεράστιο σκηνογράφο Στέφανο Λαζαρίδη, ο οποίος τελείωσε τη ζωή του ως διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Ήταν ένας δύσκολος και αυστηρός άνθρωπος, από τον οποίο όμως έμαθα πάρα πολύ ωραία πράγματα. 

Στο interview μού ζήτησε να σχεδιάσω έναν Δον Κιχώτη και να το πάω να το δει μετά από μια βδομάδα, έτσι με πήρε. Αποφοίτησα, η υποτροφία τελείωσε αλλά δεν έβρισκα δουλειά ικανή να με συντηρήσει και ήρθα στην Αθήνα. 
 
- Πώς εξελιχθήκατε επαγγελματικά στην Αθήνα;
 

Δούλεψα ως σκηνογράφος και η μια δουλειά έφερνε την άλλη ενώ για πολλά χρόνια δίδαξα και στον ΑΚΤΟ. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι παίρνω πάρα πολλές δουλειές αλλά δεν μ’ αρέσει καμία, γιατί δεν τις επέλεγα, φρόντιζα κυρίως να βγάζω χρήματα. Πήρα λοιπόν την απόφαση να κάνω μόνο πράγματα που πιστεύω ότι μπορώ να τα κάνω καλά και μου αρέσουν. Για λίγο δυσκολεύτηκα αλλά μετά ξεκίνησα πάλι να μπαίνω στη δουλειά με πολύ μεγάλο πάθος και αυτό που με κράτησε πολύ ήταν η όπερα. Άρχισα να κάνω μεγάλα πράγματα, να στήνω ένα καλό portfolio, να δουλεύω με εξαιρετικούς συνεργάτες και γενικά να αναπτύσσεται η δουλειά μου.  Στην πορεία αντιμετώπισα αρκετά προβλήματα με την υγεία μου. Όμως, στη ζωή μου το έχω μάθει αυτό καλά, δεν υπάρχει χώρος για δράματα. Πέφτω, σηκώνομαι και συνεχίζω.  
 
Έτσι, συνεργάστηκα ως creative director με την Beetroot, ένα από τα μεγαλύτερα γραφεία οπτικής επικοινωνίας στην Ελλάδα σήμερα. Σε αντάλλαγμα, τους ζήτησα να μου φτιάξουν ένα site, το οποίο με βοήθησε πολύ για να μπορέσω να προσελκύσω κάποιους πελάτες. 

Μια άλλη μεγάλη αγάπη μου είναι το ραδιόφωνο. Γι’ αυτό κάποια στιγμή προσέγγισα τον διαδικτυακό ραδιοφωνικό σταθμό amagi.gr, που μου άρεσε να ακούω, με δοκίμασαν και τελικά επί οκτώ χρόνια ήμουν ραδιοφωνικός παραγωγός εκεί. Κάποια στιγμή έκλεισε και έκτοτε είμαι στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ, κάθε πρωί, 10 με 11. 
 
Γενικά στη ζωή μου και σε όλες τις δουλειές που κάνω, το μεγαλύτερο εργαλείο μου είναι το χιούμορ. Έχω μεγάλο σεβασμό για όλους τους συνεργάτες μου πάντα, αλλά ποτέ δεν παίρνω τον εαυτό μου και αυτά που κάνω πολύ στα σοβαρά -δεν χρειάζεται να καβαλήσουμε το καλάμι, έχουμε δρόμο ακόμα. Πιστεύω ότι το θέμα δεν είναι να μεγαλουργήσει ένας άνθρωπος, σε ό,τι και να κάνει, αλλά την ενέργεια που παίρνει και αυτή που δημιουργεί, να μπορεί να την επιστρέφει με έναν ωφέλιμο τρόπο. 
 
- Έχετε κάνει πολλές και σημαντικές δουλειές στο εξωτερικό. Πότε ήρθαν οι πρώτες αναγνωρίσεις;
 
Το πρώτο βραβείο που πήρα ήταν για τη σκηνογραφία και σκηνοθεσία σε μια παράσταση χορού στο Λονδίνο. Αυτό με έβαλε στον χάρτη και έκανα και την πρώτη μου κινηματογραφική παραγωγή, αλλά μετά δεν υπήρξε συνέχεια γιατί γύρισα στην Ελλάδα. Εδώ, λόγω της όπερας, είχαμε αρκετές φορές προσκεκλημένους δημιουργούς από το εξωτερικό με τους οποίους συνεργάστηκα, οπότε υπήρχε μια επικοινωνία με το τι συμβαίνει έξω. Κάποια στιγμή ο διευθυντής της Καμεράτας, ο Γιώργος Πέτρου, προσκάλεσε τη σπουδαία χορογράφο Λουσίντα Τσάιλντς, με την οποία είχαμε φοβερή χημεία. Όταν την κάλεσαν στη Γερμανία να σκηνοθετήσει, πήρε μαζί της εμένα και ανεβάσαμε τρία έργα. Μάλιστα εκεί βραβεύτηκε μια σκηνοθεσία μου στην Όπερα του Κιέλου κι αυτό άρχισε να μου φέρνει άλλα πράγματα. Πλέον ακολουθώ δύο παράλληλες καριέρες -μία ως σκηνογράφος και ενδυματολόγος και μία ως σκηνοθέτης.
 
- Εξακολουθείτε να μαθαίνετε πράγματα στη ζωή σας;
 
Νομίζω ότι δεν κάνω και τίποτε άλλο. Εκπαιδεύομαι σε νέες τεχνολογίες, κάνω σεμινάρια, προσπαθώ να παρακολουθώ τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουν άλλοι σκηνοθέτες, τους παραγωγούς στο Τρίτο Πρόγραμμα που είναι πιο παλιοί από μένα, διαβάζω πολύ, παρακολουθώ τα νέα για το τι συμβαίνει… Είμαι ένα σφουγγάρι - μου είναι αδύνατο να σταματήσω να μαθαίνω. Αυτό που θέλω να κάνω τώρα είναι να μπορέσω να μη δουλεύω για ένα διάστημα και να παρακολουθήσω λίγο τα πράγματα που έχω κάνει όλα αυτά τα χρόνια -είναι κάτι που μου χρειάζεται. Επίσης θέλω να βρεθώ με ανθρώπους να συζητήσουμε -αυτή τη στιγμή προλαβαίνω να μιλάω μόνο με συνεργάτες για δουλειές. 
 
- Ποια ήταν η πιο σημαντική στιγμή στην επαγγελματική σας ζωή;
 
Δεν έχω να ξεχωρίσω κάποια συγκεκριμένη στιγμή. Αυτό που μπορώ να πω, είναι ότι η στιγμή που απολαμβάνω περισσότερο είναι εκείνη που λύνω ένα πρόβλημα και συνήθως είναι πολύ μοναχική. Είναι η μεγαλύτερη απόλαυσή μου και όσο αυτό συμβαίνει, αντέχω οτιδήποτε άλλο μπορεί να μη μου αρέσει, γιατί ό,τι δουλειά και να κάνεις, όσο και να τη λατρεύεις, έχει και την αγγαρεία της και την αναποδιά της. Επίσης με ό,τι κι αν ασχολούμαι, είναι συνεργατικό. Είναι άνθρωποι με λιγότερη ή περισσότερη ευθύνη από εμένα και είμαστε μια αλυσίδα. Όσο μεγαλώνω, προσπαθώ να ακούω περισσότερο.
 
 
#HisStory