Ο ζωγράφος του ονείρου και ο ποιητής του φευγαλέου. Ο Νίκος Εγγονόπουλος ήταν ο ένας εκ των δύο κύριων εκφραστών του υπερρεαλισμού στη χώρα μας, μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο. 

Από τη Μία Κόλλια

Γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1907 στην Αθήνα και πραγματοποίησε τις βασικές του σπουδές εσωτερικός σε Λύκειο του Παρισιού. Ο Νίκος Εγγονόπουλος επέστρεψε στην Ελλάδα το 1927 για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία και όταν απολύθηκε, εργάστηκε ως μεταφραστής σε τράπεζα και γραφέας στο πανεπιστήμιο, ενώ το 1930 διορίστηκε στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων ως σχεδιαστής στη Διεύθυνση Σχεδίων Πόλεων.

Ο Εγγονόπουλος και οι άνθρωποι των τεχνών

Το 1932 ο Εγγονόπουλος γράφτηκε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παρθένη, ενώ φοίτησε στο εργαστήριο του Φώτη Κόντογλου και γνωρίστηκε με το Γιάννη Τσαρούχη και το Δημήτρη Πικιώνη. Έκανε επίσης ελεύθερες σπουδές στο Παρίσι, στη Βιέννη, στο Μόναχο και στην Ιταλία.

Δίδαξε στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Μετσόβιου Πολυτεχνείου ζωγραφική, ιστορία της τέχνης και σκηνογραφία, από το 1938. Παράλληλα την ίδια περίοδο, γνωρίστηκε με άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Γιάννης Μόραλης και ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο. 

«Γραφές» με χρώματα, σχήματα και λέξεις

Το 1939 ο Εγγονόπουλος πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση. Με επιρροές από τον μεταφυσικό κόσμο του Ντε Κίρικο και την υπερβατικότητα της βυζαντινής τέχνης, προσπάθησε να εκφράσει την παγκοσμιότητα του ελληνισμού. Ένα χρόνο νωρίτερα είχε εκδώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν», η οποία προκάλεσε εντονότατες αντιδράσεις. Μερίδα των κριτικών τον ειρωνεύτηκε, θεωρώντας ότι η γραφή του δεν είχε κάποιο βαθύτερο νόημα. 

Μοναδικός του υπερασπιστής υπήρξε ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο οποίος του έγραψε: «Νικόλαε Εγγονόπουλε, σε αυτόν τον κόσμο δύο είναι τα μεγαλύτερα και πιο πολύτιμα στοιχεία, ο Έρωτας και το Σπαθί. Όλα τα άλλα έρχονται κατόπιν και τελευταίο από όλα η κριτική. Είσαι πραγματικά μεγάλος ποιητής, άσε λοιπόν οι άλλοι να λένε ό,τι θέλουν». Έτσι οι δύο τους από τότε δημιούργησαν μια ισχυρή φιλία.

Eggonopoulos

Ο Μπολιβάρ, τα ακαδημαϊκά χρόνια και οι τιμές

Το 1941 ο Εγγονόπουλος πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο και αιχμαλωτίστηκε από τους Γερμανούς. Μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο εργασίας, απ' όπου δραπέτευσε και επέστρεψε στην Αθήνα με τα πόδια. Το 1944, με νωπές τις αναμνήσεις του πολέμου, παρουσίασε τον «Μπολιβάρ», την κορυφαία στιγμή της ποίησής του.

Για το ποίημα αυτό όμως ο Εγγονόπουλος κυνηγήθηκε από τους Γερμανούς και βρήκε καταφύγιο στο σπίτι του Εμπειρίκου, όπου έμεινε στο υπόγειό του μέχρι που τέλειωσε ο πόλεμος.

Το 1945 ο Εγγονόπουλος ξεκίνησε πανεπιστημιακή καριέρα στο Μετσόβιο ως βοηθός στην έδρα Διακοσμητικής και Ελεύθερου Σχεδίου και το 1969 έγινε καθηγητής. Η ακαδημαϊκή του καριέρα έληξε πέντε χρόνια αργότερα με τη συνταξιοδότησή του. Το 1958 του απονεμήθηκε το πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την ποιητική του συλλογή «Εν Ανθηρώ Έλληνι Λόγω», ενώ το 1966 τιμήθηκε για το ζωγραφικό του έργο με το Χρυσό Σταυρό του Γεωργίου Α'. 

«Είμαι ζωγράφος το επάγγελμα»: Με αυτή τη φράση ξεκινούσε ο Εγγονόπουλος τις αυτοβιογραφικές του σημειώσεις στην πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των συλλογών του, το 1966. Τα κύρια στοιχεία της ζωγραφικής του ήταν η ελληνική μυθολογία, η βυζαντινή παράδοση, ο ξεσηκωμός, οι φουστανελοφόροι, οι αρματολοί -στοιχεία της ελληνικής παράδοσης και ιστορίας. Παρακολουθώντας την πορεία του υπερρεαλισμού στην Ευρώπη, ο Έλληνας ζωγράφος γοητεύτηκε από τον Ντε Κίρικο και εκτίμησε το Νταλί.

«Στον υπερρεαλισμό δεν προσχώρησα ποτέ. Τον υπερρεαλισμό τον είχα μέσα μου, όπως είχα μέσα μου το πάθος της ζωγραφικής, από την εποχή που γεννήθηκα», είχε πει ο ίδιος στα εγκαίνια μιας έκθεσής του.

Ο Νίκος Εγγονόπουλος αγαπούσε πολύ τα βιβλία. Όταν κάποιο βιβλίο δεν του άρεσε, πήγαινε σε ένα πάρκο και το άφηνε πάνω σε ένα παγκάκι, γιατί πίστευε ότι όλο και κάποιος θα βρεθεί να πάρει το βιβλίο και να το αγαπήσει.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του γνώρισε νέες τιμές ως ζωγράφος, με αναδρομικές εκθέσεις των έργων του, ενώ είδε και το ποιητικό του έργο μεταφρασμένο και μελοποιημένο. Πέθανε το 1985 από ανακοπή καρδιάς και η κηδεία του πραγματοποιήθηκε δημοσία δαπάνη στο Α’ Νεκροταφείο της Αθήνας.