Ο Γιάννης Ρίτσος, ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές με διεθνή φήμη και ακτινοβολία, πάλεψε για όλα από μικρός σε μια ζωή γεμάτη, δύσκολη αλλά και πολύ πλούσια.  

Από τη Μία Κόλλια

Γεννήθηκε στη Μονεμβασιά 1η Μαΐου του 1909, γιος του μεγαλοκτηματία Ελευθέριου Ρίτσου και της Ελευθερίας το γένος Βουζουναρά. Από μικρή ηλικία φάνηκε να έχει κλίση στις τέχνες, καθώς γρήγορα άρχισε να ζωγραφίζει και να μαθαίνει πιάνο, ενώ έγραφε στίχους από 7 ετών. 

Το 1919 αποφοίτησε από το Σχολαρχείο της Μονεμβασιάς και στη συνέχεια πήγε Γυμνάσιο στο Γύθειο. Το 1924 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στη «Διάπλαση των Παίδων» με το ψευδώνυμο «Ιδανικόν Όραμα» και την επόμενη χρονιά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα με την αδελφή του Λούλα. Είχε προηγηθεί η οικονομική καταστροφή του πατέρα του και έτσι έκανε διάφορες δουλειές για να επιβιώσει, μεταξύ των οποίων ηθοποιός, χορευτής, διορθωτής και δακτυλογράφος. 

Τον Φεβρουάριο του 1927 ο Ρίτσος νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο Σωτηρία με φυματίωση, ασθένεια από την οποία είχαν πεθάνει η μητέρα του και ένας αδελφός του. Εκεί γνωρίστηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, βρίσκοντας παρηγοριά, τα 3 χρόνια που διήρκησε η νοσηλεία του, στην αγάπη και των δύο τους για την ποίηση.

Ο… Σοστίρ Ρίτσος

Από το φθινόπωρο του 1930 και για ένα χρόνο έζησε στα Χανιά, αρχικά στο Άσυλο Φυματικών της Καψαλώνας και μετά από καταγγελία του σε τοπική εφημερίδα για τις άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν εκεί, μεταφέρθηκε μαζί με όλους τους τρόφιμους στο σανατόριο Άγιος Ιωάννης. Τον επόμενο χρόνο επέστρεψε στην Αθήνα και ανέλαβε τη διεύθυνση του καλλιτεχνικού τμήματος της Εργατικής Λέσχης, όπου σκηνοθέτησε και συμμετείχε σε παραστάσεις. Η υγεία του βελτιώθηκε σταδιακά και το 1933 συνεργάστηκε με το αριστερό περιοδικό «Πρωτοπόροι» ενώ για τέσσερα χρόνια ήταν ηθοποιός σε διάφορους θιάσους. 

Το 1934 ο Ρίτσος άρχισε να αρθρογραφεί στο «Ριζοσπάστη» και εξέδωσε την πρώτη του συλλογή με τίτλο «Τρακτέρ» με το ψευδώνυμο Σοστίρ (αναγραμματισμό του επιθέτου του). Τον ίδιο χρόνο, έγινε μέλος του ΚΚΕ, στο οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι το θάνατό του. Το 1935 κυκλοφόρησε τη δεύτερη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Πυραμίδες» και προσελήφθη ως επιμελητής κειμένων στις εκδόσεις Γκοβόστη.

Στις 9 Μαΐου 1936, στη Θεσσαλονίκη, κατά τη διάρκεια της μεγάλης καπνεργατικής απεργίας, σημειώθηκαν αιματηρά επεισόδια. Την επομένη, ο Ρίτσος βλέπει στο «Ριζοσπάστη» τη φωτογραφία μιας μάνας να θρηνεί το νεκρό παιδί της και παίρνει αφορμή για να γράψει ένα από τα πιο δημοφιλή ποιήματά του, τον «Επιτάφιο». 

Ritsos

Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Ρίτσος, αν και ήταν κατάκοιτος, συμμετείχε στη δραστηριότητα του μορφωτικού τμήματος του ΕΑΜ και αρνήθηκε να δεχτεί χρήματα από έρανο, όταν το 1942 κινδύνεψε η ζωή του από τις ταλαιπωρίες. 

Το 1945 έγραψε τη «Ρωμιοσύνη», άλλο ένα δημοφιλές ποίημά του, που το μελοποίησε το 1966 ο Μίκης Θεοδωράκης. Το 1948 εξορίστηκε λόγω της αριστερής δράσης του στη Λήμνο, τον επόμενο χρόνο στη Μακρόνησο και το 1950-1951 στον Άη Στράτη. Το 1952 επέστρεψε στην Αθήνα και πολιτεύτηκε στην ΕΔΑ ενώ δύο χρόνια αργότερα παντρεύτηκε την παιδίατρο Φηλίτσα Γεωργιάδου από τη Σάμο, με την οποία απέκτησε μια κόρη, την Έρη.

Εξορίες και ξανά στη ζωή

Μετά το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών το 1967, ο Ρίτσος εξορίστηκε ξανά, αυτή τη φορά στη Γυάρο και τη Λέρο και το 1968 στη Σάμο, όπου τέθηκε υπό περιορισμό στο σπίτι της γυναίκας του, για λόγους υγείας. Το 1970 επέστρεψε στην Αθήνα, μετά την άρνησή του όμως να συμβιβαστεί με το καθεστώς της χούντας εξορίστηκε εκ νέου στη Σάμο ως το τέλος του χρόνου, όπου μπήκε για εγχείρηση στη Γενική Κλινική Αθηνών. Το 1973 συμμετείχε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. 

Τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης έγιναν τα χρόνια της αναγνώρισης για τον ποιητή, ήρθαν οι βραβεύσεις και οι διακρίσεις. Το 1977, κέρδισε την ύψιστη διάκριση των σοσιαλιστικών χωρών: το Βραβείο Λένιν, για την Ειρήνη και τη Φιλία των Λαών, το οποίο δέχτηκε με μεγάλη συγκίνηση.

Είχε προταθεί πάνω από δύο φορές για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας -λέγεται ότι δεν το πήρε για πολιτικούς λόγους, καθώς η Σουηδική Ακαδημία πολλές φορές εκπλήρωνε πολιτικούς σκοπούς.

Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου επηρεάστηκε τόσο από τα βιώματά του όσο και από τις κοινωνικές αναταραχές της χώρας. Αν κάποιος θα ήθελε να διαβάσει την ιστορία του αιώνα, θα την έβρισκε ολόκληρη στα γραπτά του. Πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα πεζογραφήματα, τέσσερα θεατρικά, όπως και μελέτες για ομότεχνούς του, συγκροτούν το κύριο σώμα του έργου του. Πολυάριθμές μεταφράσεις, χρονογραφήματα κι άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν την εικόνα του αστείρευτου δημιουργού.

Ο Γιάννης Ρίτσος έφυγε από τη ζωή στις 11 Νοεμβρίου 1990. «Η Σονάτα του Σεληνόφωτος», «η Ρωμιοσύνη», «ο Επιτάφιος» και «το Όνειρο Καλοκαιρινού Μεσημεριού» θα μείνουν ωστόσο για πάντα γραμμένα στη συλλογική μας μνήμη. 

#Αφιέρωμα