Ο κόσμος σήμερα, συζητάει πολύ για τον Θεόδωρο Κουρεντζή. Τον Έλληνα μαέστρο που μάλλον προτίμησε να ζει στο κρύο της Ρωσίας παρά στην ηλιόλουστη Ελλάδα. Ναι μιλάμε γι’ αυτόν τον απίθανο τύπο με τα μαύρα πέτσινα, το «επαναστατημένο» στυλάκι, τις μπότες, το επιμελημένα ατημέλητο μαλλί και όλα αυτά γενικά που συνθέτουν την εικόνα ενός enfant terrible στον χώρο της μουσικής.

Από τη Μία Κόλλια

Μόνο που όταν λέμε μουσική στη συγκεκριμένη περίπτωση εννοούμε την κλασσική. Μάλιστα. Ιδού λοιπόν λίγες νότες για τον διευθυντή ορχήστρας που μοιάζει με αρχηγό ροκ συγκροτήματος ενώ αυτή τη στιγμή κατέχει τη θέση του αρχιμαέστρου στη Συμφωνική Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας της Νοτιοδυτικής Γερμανίας.

Η πορεία του μάλλον είναι γνωστή σε όλους, μέσα από τις αναρίθμητες συνεντεύξεις που έχει δώσει και τα πολλά άρθρα που έχουν γραφτεί για εκείνον σε ελληνικά και ξένα μέσα ενημέρωσης. Με μητέρα δασκάλα πιάνου και πατέρα αστυνομικό, ακούμπησε για πρώτη φορά τα πλήκτρα ενός πιάνου στην ηλικία των 4 χρονών όταν τα άλλα παιδιά έπαιζαν με τα Lego τους. Λίγα χρόνια αργότερα χάιδεψε τις χορδές ενός βιολιού και αισθάνθηκε τη σαρωτική γοητεία της μουσικής να διεισδύει στο δέρμα του.

Άρχισε μαθήματα στο Ελληνικό Ωδείο, στο Τμήμα Θεωρητικής Μουσικής και στο Τμήμα Εγχόρδων, με καθηγητή τον Γιώργο Χατζηνίκο κι εκείνο που τελικά ένοιωσε να τον κερδίζει ολοκληρωτικά ήταν το «όλον». Η γεμάτη μουσική αίσθηση που δημιουργείται από ένα μουσικό σύνολο. Μία ορχήστρα. Από το μέγεθός της, από τα μέλη της και από τα μουσικά όργανά που βρίσκονται σε πλήρη έκσταση. Ήξερε πως ίσως αυτό που του «πήγαινε» ήταν αυτό και μόνον αυτό.

Όπως λέει και ο ίδιος ο μαέστρος, το αληθινό ταλέντο μου ήταν η σύνθεση, κάτι που φάνηκε από τα πρώτα του μαθήματα στο Ωδείο. Χωρίς απερισκεψία πέταξε από το παράθυρο μία υποτροφία στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Αγία Πετρούπολη, στη Ρωσία, γιατί πίστευε ότι αυτός ήταν ο τόπος που το πνεύμα του ρομαντισμού θα μπορούσε να επιβιώσει.

Έτσι σπούδασε στο Κρατικό Ωδείο της Αγίας Πετρούπολης. Ένας από τους καθηγητές του εκεί τον χαρακτήρισε διάνοια. Ήταν ο  σπουδαίος μαέστρος και δάσκαλος Ίλια Μούσιν. Αυτός που δίδαξε τον Βαλέρυ Γκεργκίεφ και τον Σεμυόν Μπύτσκοβ. 

Το 2004, ανέλαβε επικεφαλής διευθυντής ορχήστρας στην Όπερα και το Μπαλέτο του Νοβοσιμπίρσκ και το 2010 έφυγε. Εκείνα τα χρόνια έφτιαξε την ορχήστρα και την χορωδία MusicAeterna.  Το 2011 ανέλαβε τη διεύθυνση ορχήστρας αλλά και την καλλιτεχνική διεύθυνση της Όπερας και του Μπαλέτου της Οπερας του Περμ. Μίας πόλης παγωμένης, που απέχει από τη Μόσχα λίγο παραπάνω από 2 φορές την απόσταση Αθήνα-Θεσσαλονίκη.

Όπως λέει και ο ίδιος «Ο κόσμος που έρχεται στις συναυλίες μας στη Μόσχα και στην Αγία Πετρούπολη είναι πολύς. Τα κονσέρτα μας είναι sold out πολλούς μήνες πριν την ημερομηνία της εμφάνισής μας. Έρχονται να μας ακούσουν άνθρωποι από όλη τη Ρωσία και από την Ευρώπη ακόμη». (Συνέντευξη στο theaderks.wordpress.com).

kouretzis

Σε κάποιες νυχτερινές συγκεντρώσεις που διοργανώνει οι καλεσμένοι του απαγγέλουν ποίηση, παίζουν μουσική και ξενυχτούν.  Όλη αυτή η προσέγγισή του στη μουσική και ο τρόπος που συμπεριφέρεται δημιουργούν μία παράξενη αύρα γύρω από την προσωπικότητά του. Ο μύθος γύρω από το πρόσωπό του λέει πως οι μουσικοί της MusicAeterna και οι συνεργάτες του γενικότερα, εργάζονται ακούραστα και με επιμονή και δεν κοιτούν ποτέ το ρολόι. Οι πρόβες τους είναι εξαντλητικές, χωρίς ωράριο. Σύμφωνα με τον Guardian, απαιτεί πλήρη αφοσίωση από οποιονδήποτε συνεργάτη του – ίσως και κάποιες εβδομάδες απομόνωσης –προκειμένου να επιτευχθεί το άριστο αποτέλεσμα που επιδιώκει στα έργα του.   Οι ταχύτητες της ορχήστρας και οι φωνητικές τεχνικές του και τελικά οι ερμηνείες που πετυχαίνει κάνουν πολλούς κριτικούς αλλά και το κοινό της όπερας να αναρωτιούνται για όλα όσα θεωρούσαν ότι ήξεραν μέχρι τώρα.

Σε συνέντευξή του στον Peter Quantrill στο  ηλεκτρονικό περιοδικό Gramophone.co. uk, ο Κουρεντζής εξομολογείται «Ένα θα πω, κατά τη γνώμη μου το πιο σημαντικό πράγμα, είναι η γλώσσα. Δεν είναι το να έχεις γεννηθεί στην Ελλάδα. Είναι το να γνωρίζεις τον Σοφοκλή και τον  Όμηρο και την πιο κοντινή σχέση με τη μουσική την έχει η ποίηση».

Είναι τελειομανής και του  αρέσουν οι ηχογραφήσεις. Αισθάνεται ότι του ταιριάζει πολύ ο χώρος του στούντιο. Οι συναυλιακοί χώροι δεν είναι το καλύτερό του γιατί πάσχει και από μία ελαφριά αγοραφοβία. «Η τέχνη είναι δυνατή, λέει, μόνο όταν βλέπεις τα μάτια των ανθρώπων μπροστά σου», υποστηρίζει.

Eίναι καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Ντιαγκίλεφ. Έχει ανεβάσει με ανεπανάληπτη επιτυχία το «Cosi fan tutte» του Μότσαρτ το 2006 κι έχει ηχογραφήσει το αριστούργημα του μεγάλου μουσουργού το «Ρέκβιεμ» του Βέρντι, καθώς και έργα των Σοστακόβιτς, Ραμό, Στραβίνσκι, Τσαϊκόφσκι, Αρτιόμοβ και Μάλερ. Έχει προταθεί για βραβείο Emmy, ενώ έχει πάρει πολλά βραβεία και πολλά παράσημα. Έχει κερδίσει πολλές φορές βραβείο στο διαγωνισμό Χρυσή Μάσκα και το περιοδικό Opernwelt τον είχε ανακηρύξει Μαέστρο της Χρονιάς το 2016. Είναι επίσης πολύ ψηλός και διευθύνει την ορχήστρα χωρίς μπαγκέτα.

Όπως λέει ο ίδιος: «Η μουσική δεν είναι αστείο. Μπορεί να μας αλλάξει, να μας μάθει να αγαπάμε, να συγχωρούμε, να βοηθάμε, να δείχνουμε τον οίκτο μας και τη συμπόνοια μας, να διατηρούμε την ελπίδα». Έχει γυρίσει όλη την Ευρώπη με την ορχήστρα του τη MusicAeterna. Τον έχουν αποθεώσει στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερμανία, την Αυστρία και την Ολλανδία. Πολλές οι συναυλίες, πολλά τα χειροκροτήματα, πολλοί οι θαυμαστές. Έχει εμφανιστεί στην Ασία, στη Νέα Υόρκη και στην Ιαπωνία, στο Τόκιο και την Οζάκα.

To 2021 θα επισκεφθεί και την Ελλάδα για να παρουσιάσει με την MusicAeterna την Συμφωνία αρ. 7 σε λα μείζονα, έργο 92, του Μπετόβεν, προσκεκλημένος του Μεγάρου Μουσικής στο πλαίσιο της πανευρωπαϊκής γιορτής “Η Ευρώπη γιορτάζει τον Beethoven”, στο αρχαίο θέατρο των Δελφών.

римите наши искренние поздравления!

Μαέστρο παρακαλούμε δεχθείτε τα συγχαρητήριά μας!

#HisStory