Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ήταν μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας - ο σημαντικότερος Έλληνας πεζογράφος, σύμφωνα με το Μίλαν Κούντερα. Ήταν επίσης ποιητής και μεταφραστής.

#writer #literature #novelist 
Από τη Μία Κόλλια

Γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 4 Μαρτίου 1851. Ο πατέρας του, Αδαμάντιος Εμμανουήλ, ήταν ιερέας και η μητέρα του, Αγγελική Μωραΐτη, προερχόταν από αρχοντική οικογένεια του Μιστρά, που πήγε στη Σκιάθο τον 18ο αιώνα. 

Ο νεαρός Αλέξανδρος μεγάλωσε σ’ ένα περιβάλλον γεμάτο ευλάβεια και θρησκευτικότητα. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στην πατρίδα του και στη Σκόπελο, φοίτησε κατόπιν στο γυμνάσιο της Χαλκίδας και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στην Αθήνα, με χίλιες δυο στερήσεις, αφού η οικογένειά του αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Το 1874 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά τελικά δεν πήρε το δίπλωμά του.

Ο Παπαδιαμάντης έζησε μια ζωή λιτή και ήσυχη. Ήταν συνήθως απεριποίητος, αξύριστος, με φθαρμένα ρούχα. Πήγαινε συχνά στην εκκλησία του Αγίου Ελισαίου στο Μοναστηράκι και έψελνε μαζί με τον ξάδερφό του Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Δεν είχε πολλούς φίλους. Ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης και ο συγγραφέας Γιάννης Βλαχογιάννης ήταν δύο από αυτούς. Ήταν μια φιγούρα μοναχική. Σύχναζε στο καφενείο στη Δεξαμενή Κολωνακίου, όπου θα τον έβλεπες να κάθεται μόνος του και να πίνει τον καφέ του. 

Η οικονομική του κατάσταση ήταν πάντα η αδύνατη πλευρά του. Όταν έπαιρνε τον μισθό του από την εργασία του, πλήρωνε τα χρέη του στην ταβέρνα που έτρωγε, έδινε το νοίκι, έστελνε κάποια χρήματα στην οικογένειά του στη Σκιάθο, μοίραζε στους φτωχούς, κι έτσι έμενε πάντα χωρίς να μπορεί να αγοράσει ακόμη και τα στοιχειώδη. 

Ενδεικτικό της σχέσης του με τα λεφτά είναι ένα περιστατικό που αναφέρει ο Παύλος Νιρβάνας: όταν ο Παπαδιαμάντης ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εφημερίδα «Το Άστυ», ο διευθυντής τού πρόσφερε για μισθό 150 δραχμές. Η απάντηση του Παπαδιαμάντη ήταν: «Πολλές είναι εκατόν πενήντα. Με φτάνουνε εκατό». 

papadiamantis

Ο Παπαδιαμάντης άρχισε να συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά από πολύ νέος. Είχε μάθει μόνος του αγγλικά και γαλλικά και δημοσίευε κυρίως μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων. Παράλληλα, άρχισε και το δικό του λογοτεχνικό έργο. 

Τα πρώτα χρόνια ασχολήθηκε με ιστορικά μυθιστορήματα, όπως «Οι Έμποροι των Εθνών» (1883) και «Η Γυφτοπούλα» (1884), αλλά και με την ποίηση. Γρήγορα όμως στράφηκε προς το διήγημα, βρίσκοντας τον αληθινό του δρόμο. «Η Χολεριασμένη», «Ο Πεντάρφανος», «Ο Νεκρός ταξιδιώτης», «Η Φόνισσα», «Οι Μάγισσες», «Η Νοσταλγός», είναι κάποια από αυτά. «Η Φόνισσα» μάλιστα θεωρείται από τους περισσότερους το αριστούργημά του. Ανήκει στα έργα της προχωρημένης ωριμότητάς του, της ρεαλιστικής περιόδου, και κλείνει μέσα του τα πιο γόνιμα στοιχεία της τέχνης του.

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στα γραπτά του μετέφερε πάντα τον μικρόκοσμο της Σκιάθου, που τόσο αγαπούσε. Ψυχογραφούσε απλούς, καθημερινούς ανθρώπους. Βασικό θέμα των έργων του ήταν τα έθιμα, οι δεισιδαιμονίες, οι καημοί των ανθρώπων της υπαίθρου. Οι ήρωές του συνήθως ήταν ψαράδες, αγρότες, άνθρωποι της εκκλησίας και γυναίκες με απωθημένα. 

Στο έργο του κυριαρχεί η φύση. Ο Παπαδιαμάντης την περιγράφει τόσο γλαφυρά, που όταν διαβάζεις, νομίζεις ότι είσαι μέρος του σκηνικού που περιγράφει. Σαν αφηγητής δείχνει να παίρνει μια απόσταση από αυτά που συμβαίνουν, μιας και χρησιμοποιεί γ’ ενικό πρόσωπο, ενώ στους κόσμους του συνυπάρχει αρμονικά ο συμβολισμός με την πραγματικότητα.

Το έργο του Παπαδιαμάντη χαρακτηρίστηκε από κάποιους ως απαρχαιωμένο και προσκολλημένο στη ορθόδοξη εκκλησία και αυτό γιατί το σύνολο των διηγημάτων του ήταν στην καθαρεύουσα. Μόνο οι διάλογοί του ήταν στη δημοτική. Ωστόσο, πολλοί συγγραφείς, μεταξύ των οποίων ο Παλαμάς, ο Πορφύρας και ο Καβάφης, εξύμνησαν το έργο του και την ικανότητά του να συνδυάζει την καθαρεύουσα με σκιαθίτικους ιδιωματισμούς. 

Ο «κοσμοκαλόγερος» των ελληνικών γραμμάτων έγραψε τρία μυθιστορήματα, τρεις νουβέλες και πάνω από 180 διηγήματα. Κανένα έργο του, όμως, δεν έγινε βιβλίο όσο ήταν στη ζωή.

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έζησε τον περισσότερο χρόνο του στην Αθήνα και όταν κατάλαβε ότι έρχεται το τέλος του, αναζήτησε την αγαπημένη του Σκιάθο, όπου και πέθανε από πνευμονία τα ξημερώματα της 3ης Ιανουαρίου 1911. 

#αφιέρωμα