Stories Talk | Νίκος Η. Παπαστεργίου "Ο απόλυτος ασφαλιστικός κώδικας, απαιτεί σχεδιαστικά εργαλεία και ρεαλιστικές παραδοχές"
Ο Μενέλαος Λουντέμης ήταν συγγραφέας και ποιητής, προικισμένος με ένα γνήσιο ταλέντο και μια ακαταμάχητη θέληση να υπερνικήσει τα εμπόδια της ζωής. Ρομαντικός και γεμάτος πίστη στους ανθρώπους, με την ευαίσθητη γραφή του μας άφησε ως παρακαταθήκη 45 βιβλία, με πιο γνωστό από αυτά το «Ένα παιδί μετράει τα άστρα».
Από τη Μία Κόλλια
Ο Μενέλαος Λουντέμης γεννήθηκε στο χωριό Αγία Κυριακή της Γιάλοβας Αιγιαλού στη Μικρά Ασία το 1912. Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Βαλασιάδης, ενώ ήταν γνωστός και ως «Μαξίμ Γκόργκι της Ελλάδας» -από τον Ρώσο λογοτέχνη και ιδρυτή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού στη λογοτεχνία.
Μετά τη μικρασιατική καταστροφή, η οικογένειά του πήγε πρώτα στην Αίγινα, μετά στην Έδεσσα και τελικά κατέληξε στο χωριό Εξαπλάτανος της Πέλλας, στο οποίο έζησε μέχρι το 1932, που έφυγε για την Κοζάνη. Η οικογένειά του ήταν εύπορη, αλλά έχασε τα πάντα στον μεγάλο ξεριζωμό. Έτσι, ο νεαρός Δημήτρης αναγκάστηκε από νωρίς να δουλέψει σκληρά ως λαντζέρης, λούστρος, ψάλτης, δάσκαλος και επιστάτης στα έργα του Γαλλικού Ποταμού ή Λουδία, από τον οποίο εμπνεύστηκε το φιλολογικό του ψευδώνυμο Λουντέμης.
Ο Περιπλανώμενος Λογοτέχνης
Από μικρός ο Μενέλαος Λουντέμης διαμόρφωσε πολιτική συνείδηση και τάχθηκε στην Αριστερά. Αυτός ήταν ο λόγος που αποβλήθηκε από όλα τα Γυμνάσια της χώρας. Στα ελληνικά γράμματα εμφανίστηκε το 1927, με δημοσιεύσεις ποιημάτων σε εφημερίδες της Έδεσσας. Το 1934 υπογράφει για πρώτη φορά ως Μενέλαος Λουντέμης το διήγημά του «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια».
Μετά από συνεχείς μετακινήσεις, από την Έδεσσα σε ένα οικοτροφείο της Κοζάνης κι από εκεί στο Βόλο, ακολουθώντας ένα περιφερόμενο «μπουλούκι» της εποχής έφτασε στην Αθήνα. Εκεί γνωρίστηκε με τον ποιητή Μιλτιάδη Μαλακάση, ο οποίος τον βοήθησε να πιάσει δουλειά ως βιβλιοθηκάριος της «Αθηναϊκής Λέσχης».
Την ίδια εποχή, η φιλία του με τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Νικόλαο Βέη τού έδωσε την ευκαιρία να παρακολουθήσει ως ακροατής μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών. Ακολούθησαν αρκετές συγγραφικές επιτυχίες και ο Λουντέμης έγινε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, με πρόεδρο τότε τον Nίκο Καζαντζάκη. Το 1938 μάλιστα τιμήθηκε με το Μέγα Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας για τη συλλογή διηγημάτων του «Τα πλοία δεν άραξαν».
Στην κατοχή ο Μενέλαος Λουντέμης πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση με τον ΕΑΜ και διετέλεσε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Στα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου συνελήφθη λόγω της δράσης του στις τάξεις της αριστεράς και καταδικάστηκε σε θάνατο για εσχάτη προδοσία. Τελικά, η ποινή του δεν εκτελέστηκε, αλλά τον εξόρισαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη, μαζί με τον Θεοδωράκη, τον Ρίτσο, τον Κατράκη και πολλούς άλλους.
Εκείνα τα χρόνια ήταν και τα πιο δύσκολα για το μεγάλο λογοτέχνη καθώς πέρα από την εξορία και τους διωγμούς, έχασε και την κόρη του, Μυρτώ Λουντέμη, από βαριά ασθένεια.
O Ρομαντικός Επίμονος Επαναστάτης
Το 1956 τον μετέφεραν στην Αθήνα από τον τόπο εξορίας του για να δικαστεί, επειδή, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, στο βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» αναφέρονταν «προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας».
Επιφανείς προσωπικότητες έσπευσαν να τον υπερασπιστούν, υποστηρίζοντας ότι το βιβλίο του είναι ένα εξαιρετικό έργο, γεμάτο αγάπη για τον άνθρωπο. Στην απολογία του ο Λουντέμης δέχτηκε παρέμβαση του προέδρου, ο οποίος του είπε ότι θα έπρεπε να κάνει δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ. Και η απάντηση του Λουντέμη ήταν: «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ».
Μετά τη δίκη και την απαγόρευση κυκλοφορίας των βιβλίων του, το κλίμα ήταν βαρύ για τον συγγραφέα. Γνώριζε τη δύναμη της γραφής του και τού ήταν δυσβάσταχτο να μην φτάνουν στους αναγνώστες το «Γλυκοχάραμα», το «Καληνύχτα Ζωή», «Οι Κερασιές θα ανθίσουν και φέτος», «Το ρολόι του κόσμου χτυπάει μεσάνυχτα», η «Οδός Αβύσσου αριθμός 0».
Έτσι, εκπατρίστηκε στο Βουκουρέστι και έχασε την ελληνική ιθαγένεια από τη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Εκεί έζησε μέχρι τη μεταπολίτευση και αφού ανέκτησε την ελληνική ιθαγένεια, το 1976 επέστρεψε.
Στην πρώτη του τηλεοπτική εμφάνιση στην Ελλάδα, δήλωσε στον Μανώλη Μαυρομάτη ότι είναι τόσο πολλά και τόσο σπαρακτικά αυτά που νιώθει, που είναι αδύνατον να τα πει, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Η θάλασσά μας που είχα τόσα χρόνια να τη δω, η Θεσσαλονίκη που είχα 35 χρόνια να τη δω, αλλά πιο πολύ με συγκίνησε η ψυχή των ανθρώπων». Δεν πρόλαβε όμως να χαρεί για πολύ την επάνοδό του. Στις 22 Ιανουαρίου 1977 πέθανε από καρδιακή προσβολή.
#Αφιέρωμα