Η Ελληνίδα υψίφωνος, η απόλυτη ντίβα στον χώρο του λυρικού θεάτρου, η διαχρονική και απαράμιλλη Μαρία Κάλλας. Κοντεύει μισός αιώνας από τον θάνατό της, κι όμως, δεν θα ξεχαστεί ποτέ…

Από τη Μία Κόλλια

Για τη μυθική αυτή γυναίκα, είναι σχεδόν όλα γνωστά. Στεκόμαστε στα πιο σημαντικά και σημαίνοντα που την αφορούν. Στεκόμαστε, πάντα, με δέος.

Το ασχημόπαπο

Η Κάλλας μεγάλωσε σε μια οικογένεια, όπου ο πατέρας ήταν απών ενώ η μητέρα, μια νευρωτική γυναίκα ανίκανη να προσφέρει στοργή, εκμεταλλευόταν τα μουσικά ταλέντα της κόρης της. Η Μαρία Σοφία Άννα Καικιλία Καλογεροπούλου γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1923 στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, από ελληνική οικογένεια. Υπέρβαρη και μυωπική, η νεαρή Μαρία ήταν πεπεισμένη ότι η μητέρα της προτιμά την αδερφή της, Τζάκι. Μόνο μέσω του τραγουδιού, η Μαρία κατάφερε να ξεπεράσει τα μειονεκτήματά της.

Στην Αρένα της Βερόνα

Σε έναν από τους σπουδαιότερους λυρικούς χώρους της Ιταλίας, μετά από ακρόαση της ανέθεσαν να ερμηνεύσει την «Τζοκόντα» στην ομώνυμη όπερα του Αμίλκαρε Πονκιέλι και κατάφερε να κάνει με επιτυχία το πρώτο σημαντικό βήμα της καριέρας της, στις 2 Αυγούστου του 1947. Η Βερόνα είναι το «σπίτι» της ιστορίας αγάπης του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, αλλά και της Μαρίας Κάλλας και του μελλοντικού συζύγου της. Ο Τζιανμπατίστα Μενεγκίνι, ένας Ιταλός επιχειρηματίας, είναι πολύ μεγαλύτερος από τη Μαρία, αλλά ερωτεύεται παράφορα τη νεαρή τραγουδίστρια. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, ο Μενεγκίνι είναι πάντα στο πλευρό της, ως σύζυγος, φίλος και μάνατζέρ της.

Η Μαρία και οι ρόλοι της

Ενθαρρυμένη όχι μόνο από τον Μενεγκίνι αλλά και από τον μαέστρο και μέντορά της Τούλιο Σεραφίν, η Μαρία Κάλλας κατέκτησε σιγά σιγά κάθε σκηνή της Ιταλίας. Βενετία, Τεργέστη, Γένοβα, Τορίνο, Πίζα, Φλωρεντία και Ρώμη: η σοπράνο ήταν παντού. Η ικανότητά της να ερμηνεύει μια μεγάλη ποικιλία διαφορετικών ρόλων την έκανε να ξεχωρίσει. Ήταν σε θέση να εκμεταλλευτεί πλήρως το φάσμα της φωνής της. Το 1949, εξέπληξε τους κριτικούς ερμηνεύοντας την ίδια εβδομάδα δύο πολύ διαφορετικούς ρόλους: αυτόν της Βρουνχίλδης, μιας ισχυρής θεάς και πολεμίστριας, στην όπερα «Βαλκυρία» του Βάγκνερ, και εκείνον της ευαίσθητης και ρομαντικής Eλβίρας στην όπερα του Βιντσέντσο Μπελίνι, «Οι Πουριτανοί».

Είδωλο αλλά όχι πρότυπο

Με το μοναδικό ηχόχρωμα και το στυλ της, η Μαρία Κάλλας ανέτρεψε τους παραδοσιακούς κώδικες της λυρικής σκηνής. Παράλληλα με τη φωνητική της δεξιοτεχνία, έφερε στην όπερα και μια θεατρική διάσταση, μια προσήλωση στην καλλιτεχνική παράσταση και τη σκηνική παρουσία, που αργότερα θα γινόταν το μέτρο σύγκρισης για τους καλλιτέχνες που δοκιμάζονταν σε αυτό το είδος τέχνης. Ωστόσο, οποιαδήποτε καλλιτέχνιδα τόλμησε να μιμηθεί το ύφος της μεγάλης σοπράνο δεν τα κατάφερε. Υπήρχε μόνο μία Κάλλας ικανή για τέτοια ποιητική έκφραση και φωνητικό ύφος. Η τεχνική της όμως δεν μπορούσε να είναι πρότυπο και πολλοί είχαν επισημάνει ότι αποτελούσε ρίσκο που θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά στο να χάσει κάποια στιγμή τη φωνή της.

Η πρώτη της φορά στη Σκάλα του Μιλάνου

Η Μαρία Κάλλας προσκλήθηκε στη Σκάλα για πρώτη φορά το 1950, όταν την τελευταία στιγμή τής ζητήθηκε να αντικαταστήσει τη σοπράνο Ρενάτα Τεμπάλντι στην «Αΐντα» του Βέρντι. Η απόδοσή της, ωστόσο, ήταν πολύ μακριά από την αναμενόμενη επιτυχία: το κοινό δεν ενθουσιάστηκε και οι κριτικές που ακολούθησαν ήταν γενικά αρνητικές. Επρόκειτο για μια απογοητευτική πρώτη φορά που σύντομα ωστόσο θα ξεχνιόταν. Τον επόμενο χρόνο, η Μαρία Κάλλας προσκλήθηκε και πάλι από το θέατρο του Μιλάνου, για τον «Σικελικό Εσπερινό» του Βέρντι, και αυτή τη φορά η ερμηνεία της ήταν θριαμβευτική. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1950, η σοπράνο ήταν το αληθινό στολίδι της Σκάλας του Μιλάνου, ενός υψηλού κύρους και απαιτητικού ευρωπαϊκού θεσμού.

kallas

Ωραία μου κυρία

Έτσι ξεκίνησε ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή της Μαρίας Κάλλας, που προκάλεσε μεγάλη συζήτηση: η φυσική της μεταμόρφωση. Σε απίστευτα μικρό χρονικό διάστημα (λιγότερο από δύο χρόνια), η σοπράνο έχασε πάνω από τριάντα κιλά. Το γυναικείο της πρότυπο; Η Όντρεϊ Χέπμπορν. Και όπως ο ρόλος της ηθοποιού στην «Ωραία μου κυρία», η Μαρία Κάλλας είχε τον δικό της «Πυγμαλίωνα», έναν «καθηγητή Χίγκινς» για να τελειοποιήσει το βλέμμα και την κίνησή της: τον σκηνοθέτη Λουκίνο Βισκόντι. Από αυτή τη συνεργασία τους γεννήθηκαν πέντε οπερετικές παραγωγές, από τις οποίες ξεχώρισε η θρυλική «Τραβιάτα» του Βέρντι στη Σκάλα το 1955. Μια νέα εποχή είχε έρθει για τις τραγουδίστριες της όπερας: η φυσική ομορφιά ήταν πλέον υψίστης σημασίας, μια κινηματογραφική ομορφιά εξίσου κομψή με τη Μαρία όταν ερμήνευε τη Βιολέτα, φορώντας ένα υπέροχο φόρεμα Liberty.

Η Κάλλας στη μεγάλη οθόνη

Η Μαρία Κάλλας ήταν μια ντίβα με κάθε σημασία της λέξης -ακόμη και την πιο αρνητική. Οι εκρήξεις της μπροστά σε δημοσιογράφους ήταν αμέτρητες. Εμμονική με τα μίντια, συνέλεγε κάθε άρθρο, κάθε κριτική που ανέφερε το όνομά της. Μίλαγε ανοιχτά στον Τύπο και μοιραζόταν ακόμη και τις πιο προσωπικές λεπτομέρειες από την παιδική της ηλικία αλλά και τις ρομαντικές της περιπέτειες. Ωστόσο, η σοπράνο κάποιες φορές είχε ενοχληθεί από τις εισβολές των παπαράτσι ή από μια ιδιαίτερα καυστική κριτική. Τότε ήταν που η φωνή της Κάλλας άρχισε να χάνει τη δύναμή της. Στη δεκαετία του 1960, απορροφημένη εντελώς από την ερωτική σχέση της με τον Έλληνα κροίσο Αριστοτέλη Ωνάση, είχε εγκαταλείψει το τραγούδι και προσπάθησε να ανακαλύψει άλλους τομείς, όπως ο κινηματογράφος δίπλα στον Πιερ Πάολο Παζολίνι, αν και η εμπειρία αυτή θα ήταν σύντομη.

«Κάρμεν», αλλά ποτέ στη σκηνή

Η «Κάρμεν» της Μαρίας Κάλλας, η οποία ηχογραφήθηκε μαζί με τον Ζορζ Πρετρ το 1964, θεωρείται ως σήμερα απαραίτητη αναφορά. Το ενδιαφέρον είναι ότι η ντίβα δεν βρισκόταν στο αποκορύφωμα της καριέρας της, αλλά ήταν ήδη σε παρακμή. Η φωνή της «έσπαγε» εξαιτίας της υπερκόπωσης και της γρήγορης απώλειας των κιλών της. Αυτή η φωνή, ωστόσο, σκοτεινή, ασταθής και επικίνδυνη, ταίριαζε απόλυτα με τον χαρακτήρα της Κάρμεν: παθιασμένη και απρόβλεπτη, αποφασιστική και ατίθαση. Δυστυχώς, η Κάλλας ποτέ δεν ερμήνευσε ζωντανά στη σκηνή αυτή την όπερα του Μπιζέ.

Δέκα χρόνια μοναξιάς

Μετά το 1965, η Κάλλας δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά στη σκηνή της όπερας. Αν και πραγματοποίησε μια τελευταία περιοδεία με τον παλιό παρτενέρ της Τζουζέπε ντι Στέφανο και η σκηνική της παρουσία εξακολουθούσε να γοητεύει το κοινό, δυστυχώς η θρυλική φωνή της είχε φύγει για πάντα. «Από τότε που έχασα τη φωνή μου, θέλω να πεθάνω. Χωρίς τη φωνή μου, τι είμαι; Τίποτα», εμπιστεύτηκε κάποτε στην αδερφή της. Η Μαρία Κάλλας πέρασε μόνη τα τελευταία χρόνια της ζωής της στο διαμέρισμά της στο Παρίσι, θρηνώντας τον θάνατο του Αριστοτέλη Ωνάση, του εραστή που δεν παντρεύτηκε ποτέ. Πέθανε στις 16 Σεπτεμβρίου 1977.

#HerStory