O Άρης Κωνσταντινίδης ήταν μία από τις σημαντικότερες μορφές της μοντέρνας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Ένας αρχιτέκτονας διαφορετικός από τους άλλους - θα μπορούσε να ήταν και συγγραφέας ή ποιητής. Αντί για λέξεις, χρησιμοποίησε την πέτρα, το σίδερο και το μπετόν, κι έχτισε το όραμά του.

#architecture #inmemoriam 

Aπό τη Μία Κόλλια

Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου του 1913. Μετά τις γυμνασιακές σπουδές του στο Βαρβάκειο Πρακτικό Λύκειο, πήγε στη Γερμανία, όπου φοίτησε στο Πολυτεχνείο του Μονάχου από το 1931 μέχρι και το 1936. Πέρα από τις σπουδές του εκεί, επεδίωξε να γνωρίσει τις νέες τάσεις στην αρχιτεκτονική μέσα από προσωπική μελέτη αλλά και ταξίδια στη Γερμανία, τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ιταλία, την Αυστρία και την Ουγγαρία, αρκετά από τα οποία τα έκανε µε τη μοτοσικλέτα του. 

Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, εργάστηκε στην Πολεοδομική Υπηρεσία (1938-1942) και στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων (1942-50). Παράλληλα ταξίδεψε σε όλη τη χώρα, µε τη φωτογραφική μηχανή και τα μπλοκ σχεδίου του, προκειμένου να γνωρίσει την αρχιτεκτονική γλώσσα του τόπου του καθώς, όπως ανέφερε σε συνέντευξή του, «Γιατί να μαθητέψω σε άλλους, όταν μπορώ να έχω για δάσκαλό μου αυτά που κλείνω μέσα μου; Έχω κρίνει πως είναι γνήσια και αληθινά». 

Έτσι μελέτησε την «ανώνυμη» αρχιτεκτονική και την αποτύπωσε στα βιβλία του όπως «Δύο χωριά από τη Μύκονο» (1947), «Τα παλιά αθηναϊκά σπίτια» (1951), «Σύγχρονη αληθινή αρχιτεκτονική» (1978), «Μελέτες + Κατασκευές» (1981) και «Τα Θεόχτιστα».

Το 1951 ο Άρης Κωνσταντινίδης παντρεύτηκε τη γλύπτρια Ναταλία Μελά και απέκτησαν δύο παιδιά. Από το 1955 έως το 1957 εργάστηκε στον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας και μετά, έως το 1978 -με μια επταετή διακοπή κατά τη δικτατορία, όπου δίδαξε στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης- έγινε προϊστάμενος και μεταδικτατορικός ειδικός σύμβουλος του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού.

konstantinidis

Το πρώτο έργο του Άρη Κωνσταντινίδη ήταν μια εξοχική κατοικία στην Ελευσίνα, το 1938. Κι από τότε, συνέχισε να χτίζει: τις εργατικές κατοικίες Νέας Φιλαδέλφειας, Σερρών, Πύργου, Ηρακλείου Κρήτης και Αγίου Ιωάννη Ρέντη. Το περίπτερο της Επιδαύρου και οκτώ Ξενία σε όλη τη χώρα -Καλαμπάκα, Μύκονο, Κοζάνη, Ολυμπία, Άνδρο, Παλιούρι Χαλκιδικής, Ηγουμενίτσα και Πόρο-, που ενσωματώθηκαν οργανικά στο περιβάλλον τους και μάλιστα κάποια από αυτά έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα μνημεία. 

Κατασκεύασε δύο μουσεία, στα Ιωάννινα και στην Κομοτηνή, καθώς και την κατοικία του διπλωμάτη, κριτικού τέχνης και συλλέκτη Αλέξανδρου Ξύδη στην οδό Αρχιμήδους στο Παγκράτι, την εμβληματική εξοχική κατοικία του αξιωματικού Κ. Παπαναγιώτου στην Ανάβυσσο και βέβαια, την εξοχική κατοικία του Γιάννη Μόραλη στην Αίγινα. Στα έργα του ξεχωρίζουν το Περίπτερο των Εθνών στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης το 1954 και η είσοδος του Α’ Νεκροταφείου Αθηνών.

Κεντρικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής προσέγγισης του Κωνσταντινίδη ήταν η προσπάθειά του να συμφιλιώσει τον μοντερνισμό µε την παράδοση. Υποστήριζε ότι το αληθινό αρχιτεκτονικό έργο όσο είναι σύγχρονο -δηλαδή της εποχής του- από την άποψη της κατασκευής, «άλλο τόσο είναι και αιώνιο από την άποψη της καλλιτεχνικής του ταυτότητας». 

Όταν σε μία συνέντευξη τον ρώτησαν, τι θα πρότεινε να διαβάσει ένας νέος αρχιτέκτονας, απάντησε: «Κατ’ αρχήν, Παπαδιαμάντη. Μετά Καβάφη και Σολωμό. Πώς να χτίσεις σπίτια αγνοώντας τον Σολωμό; Αυτά τα πράγματα, βέβαια, τα μαθαίνεις μόνος σου, δεν στα μαθαίνει το Πολυτεχνείο. Κι εγώ σπούδασα, αλλά δεν περιορίστηκα μόνο σ’ αυτό, γυρνούσα στους δρόμους, συνάντησα τη ζωή και μετρήθηκα μαζί της». 

Ήθελε να κάνει πιο όμορφη τη ζωή με κτίρια που σέβονται τους ανθρώπους και το φυσικό ή αστικό περιβάλλον. Πίστευε ότι η αρχιτεκτονική δεν είναι ένα παιχνίδι της μόδας. Γι’ αυτό και κάποιες φορές οι συγκρούσεις με τους πελάτες του ήταν ομηρικές -αν και ο ίδιος παραδεχόταν ότι ήταν δύστροπος ως χαρακτήρας. Διαμόρφωσε μια σαφή αρχιτεκτονική γλώσσα, μέσα από την οποία έχτιζε «Δοχεία Ζωής», όπως όριζε ο ίδιος τα έργα του. Οικοδομήματα απλά, λιτά, με βάση το αναγκαίο και χωρίς περιττές φλυαρίες.

Ο σπουδαίος αρχιτέκτονας πέθανε στην Αθήνα το 1993.

#αφιέρωμα