Aπό τη Μία Κόλλια
#design #fashion #style #creation #globetrotter #shoedesigner

Η νέα Consultant Shoe Designer του οίκου Off-White – που συνεχίζει το brand της Di Gaia και τη συνεργασία με την Callista Crafts - είναι μια χαρισματική Ελληνίδα που έχει δουλέψει με τεράστια επιτυχία με τα μεγαλύτερα ονόματα του κόσμου της μόδας. Τη διακρίνουν η επιμονή, η αντοχή, η βαθιά ευγένεια και μια ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη και σπάνια προσαρμοστικότητα σε όλα τα επίπεδα – αισθητικό, καλλιτεχνικό, κοινωνικό. Η Ελβίρα Παναγιωτοπούλου μπορεί να αλλάζει τόπο διαμονής και εργασίας με την ίδια ευκολία και άνεση που κάποιος άλλος μιλάει και περπατάει. 

«Η μητέρα μου εργαζόταν στο Υπουργείο Εξωτερικών και ήταν στην UNESCO. Ζούσαμε στη Γαλλία και τα πρώτα μου σχολικά χρόνια τα πέρασα εκεί. Όταν επιστρέψαμε στην Ελλάδα, συνέχισα σε γαλλικό σχολείο, οπότε στην ουσία είμαι γαλλοτραφής. Επίσης, η γιαγιά μου και η αδερφή της είχαν μεγαλώσει στην Αίγυπτο, μιλούσαν γαλλικά και για μένα αυτές οι δύο γυναίκες ήταν το πρότυπό μου. Ήταν πανέμορφες, εξαιρετικά κοκέτες και πιστεύω ότι αυτές αποτέλεσαν το ερέθισμά μου όσον αφορά την αισθητική».
 
- Θέλατε από μικρή να ασχοληθείτε με τη μόδα;
 

Όχι, ζωγράφιζα και μου άρεσαν τα καλλιτεχνικά, αλλά δε σκεφτόμουν κάτι τέτοιο. Όταν τελείωσα το σχολείο, δεν ήξερα τι ακριβώς ήθελα να κάνω, σίγουρα όμως δεν ήθελα εκείνη τη στιγμή να φύγω για σπουδές στο εξωτερικό. Μιλούσα γαλλικά, αγγλικά και ισπανικά και αποφάσισα να πάω στο Deree να σπουδάσω Marketing. Στην πορεία όμως είδα ότι δε μου τραβούσε το ενδιαφέρον και έτσι έκανα Communication. Και πάλι όμως κάτι με έτρωγε μέσα μου. 
 
Ένα βραχιόλι της μητέρας μου, που το διέλυσα και το ξαναέφτιαξα, στάθηκε η αφορμή να καταλάβω ότι τελικά θέλω να ασχοληθώ με τις τέχνες. Έτσι πήγα στη Σχολή Βελουδάκη και ως προέκταση, είχα φτιάξει ένα μικρό εργαστήριο σπίτι μου, όπου δημιουργούσα κοσμήματα. Το ένα έφερε το άλλο και μέσα από τα χέρια μου γεννήθηκε ένα σανδάλι. 
 
Παράλληλα δε, δούλευα στο κατάστημα του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης και σιγά σιγά άρχισα να δίνω εκεί κάποια κοσμήματα. Εν τω μεταξύ, όταν κυκλοφορούσα στο δρόμο, είχε τύχει να με ρωτήσουν από πού είχα πάρει τα σανδάλια που φορούσα και απαντώντας ότι τα έφτιαχνα εγώ, απέκτησα τις πρώτες μου πελάτισσες! Όλα σα να ακολουθούσαν μια ομαλή, φυσική εξέλιξη. Σε σύντομο χρονικό διάστημα ξεκίνησα να πουλάω και σε μαγαζιά και έφτιαξα τη δική μου εταιρεία. 
 
Κάποια στιγμή αποφάσισα να πάω στο London College of Fashion για να κάνω μαθήματα και εκεί πια μαγεύτηκα -κατάλαβα ότι σίγουρα είχα βρει την πορεία μου. Συνέχισα για Master στο Marangoni Fashion Institute στο Μιλάνο πάνω στο Accessories Design και αφού το τελείωσα, μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο μετακόμισα στο Παρίσι για δουλειά δίπλα στον καλλιτεχνικό σχεδιαστή του Roger Vivier. Έμεινα τρία χρόνια εκεί: ήταν η πρώτη μου μεγάλη εμπειρία που με δίδαξε πολλά. 
 
Συνέχισα άλλα δύο χρόνια σε μια εταιρεία fast fashion, αλλά δε μου ταίριαζε τόσο σαν φιλοσοφία - ήθελα σαφώς να ξανασχοληθώ με τη luxury πλευρά. Έτσι ξαναπήγα στην Ιταλία στη σχολή του Sergio Rossi. Έμεινα εννέα μήνες και έμαθα πολύ ενδιαφέροντα πράγματα για τα τακούνια, τα καλαπόδια και την παραμικρή λεπτομέρεια ενός υποδήματος.
 
- Εκτός από την έμπνευση, τι κρατάτε από αυτά τα χρόνια εντατικών σπουδών και εργασίας; 
 
Κάθε σχολή μού έδωσε διαφορετικά πράγματα. Η Marangoni μού άνοιξε το μυαλό και με βοήθησε να καταλάβω πώς μπορώ να εμπνέομαι. Στόχευε κυρίως στη δημιουργικότητα και μέσα από τα projects που κάναμε για διάφορες εταιρείες, μας μάθαινε τον τρόπο για να προσαρμοζόμαστε κάθε φορά στη διαφορετική εικόνα του κάθε brand. Στη σχολή του Sergio Rossi, έμαθα τι σημαίνει παπούτσι από την αρχή, όσον αφορά το καθαρά τεχνικό κομμάτι. Έμαθα ότι ακόμη και το χιλιοστό κάνει τη διαφορά. 

elvira
 
- Και μετά τις σχολές, πώς άνοιξαν και άλλες πόρτες;
 
Μέσα στις υποχρεώσεις μας στη σχολή, αλλά και με την καθοδήγησή της, έπρεπε να κάνουμε διάφορες εργασίες αλλά και συγκεκριμένο stage - εμένα με έστειλαν στον Diego Dolcini στην Μπολόνια, ο οποίος με έκανε το δεξί του χέρι στο δικό του brand! Έτσι, μέσω εκείνου δούλευα και για τον Narciso Rodriguez. Ήμουν πολύ τυχερή – πλάι του αλλά και στα πολλά ταξίδια που με έπαιρνε μαζί του γνώρισα έναν υπέροχο μαγικό κόσμο αλλά και όσα αφορούσαν τη δουλειά μας κυρίως μέσα στα εργοστάσια που επισκεπτόμασταν. 
 
Αργότερα πήγαμε στο Μιλάνο, γιατί αναλάβαμε τη Vionnet, όπου έμεινα έναν χρόνο περίπου. Το επόμενο βήμα μου ήταν στον οίκο Dolce & Gabbana, όπου προς μεγάλη μου έκπληξη με προσέλαβαν αμέσως μετά τη συνέντευξη. Μεγάλη εμπειρία ήταν και αυτή για μένα σε ένα άκρως ανταγωνιστικό και διόλου φιλικό εργασιακό περιβάλλον. Τότε ήταν που πήρα την απόφαση να γυρίσω στην Ελλάδα και να κάνω τη δική μου συλλογή, την οποία το ελληνικό κοινό αγκάλιασε παρότι ήταν 2014 και είχε ξεσπάσει η οικονομική κρίση.
 
- Αεικίνητη και ασταμάτητη. Με βουτιές στην πρόκληση και κανένα φόβο για τις αλλαγές.
 
Πράγματι! Ταξίδευα συχνά και στο εξωτερικό και τελικά το 2016 συνάντησα στο Παρίσι τον Dolcini, το παλιό μου αφεντικό, που μου πρότεινε να δουλέψω μαζί του για τα αξεσουάρ του οίκου Balmain που θα αναλάμβανε. Δέχτηκα, αφήνοντας και πάλι την Ελλάδα. Δούλευα πάρα πολύ και ήμουν συνεχώς με μια βαλίτσα στο χέρι ανάμεσα σε Φλωρεντία, Μιλάνο, Παρίσι και Αθήνα, όπου εξακολουθούσα να έχω την εταιρεία μου. 
 
Για δύο χρόνια δεν είχα ούτε σπίτι ως βάση, ούτε προσωπική ζωή, ούτε πρόγραμμα. Ήταν πολύ δύσκολα. Τα 15 λεπτά μιας πασαρέλας που βλέπει το κοινό είχαν από πίσω τουλάχιστον τρεις μέρες ξενύχτι -και δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν πολύ μεγάλη η προσπάθεια, η ψυχική και σωματική εξάντληση. Έτσι αποφάσισα να ξαναγυρίσω στην Ελλάδα και να αφιερωθώ στο δικό μου brand, το Di Gaia, ενώ παράλληλα ξεκίνησα συνεργασία με την Callista Crafts, ως creative director.
 
- Και η σπουδαία συνεργασία με το brand Off-White;
 
Το Παρίσι ήταν και πάλι ο συνδετικός κρίκος, όπου είχα πάει σε μια έκθεση για την παρουσίαση των Di Gaia. Σε ένα γεύμα με παλιούς γνωστούς από τον οίκο Balmain, μου ζήτησαν το βιογραφικό μου και τον Ιανουάριο μού έκαναν πρόταση συνεργασίας από την Off-White, αφού τους παρουσίασα ένα δείγμα δουλειάς. Αυτή τη στιγμή έχω τη θέση της Shoe Designer Consultant για τις συλλογές με γυναικεία formal shoes του brand, κάτι που θεωρώ μεγάλη ευθύνη αλλά και για το οποίο νιώθω απίστευτη χαρά!
 
- Έχετε συνεργαστεί με τα μεγαλύτερα ονόματα στο χώρο της μόδας και έχετε λάβει μέρος σε καταπληκτικά projects. Παρ’ όλα αυτά είστε ένας πολύ προσγειωμένος και διακριτικός άνθρωπος. 
 
Πάνω απ’ όλα βάζω τη δουλειά μου, δεν με ενδιαφέρει κάτι άλλο. Μετά από μια συλλογή που κάνω, θέλω να κάνω μια καλύτερη -εκεί είναι το μυαλό μου και αυτό θεωρώ εξέλιξη. Τα υπόλοιπα δε με αφορούν. 
 
- Από όλους αυτούς τους οίκους που έχετε αναφέρει, αισθητικά ποιος είναι πιο κοντά σε εσάς;
 
Θα έλεγα ότι είναι ο οίκος Vionnet, είχε αυτό το classy touch που μου αρέσει αλλά και αρκετές ελληνικές αναφορές. Τελικά όμως έχω καταλάβει ότι από όλα τα brands έχω πάρει και κάτι διαφορετικό με το δικό μου στίγμα να ορίζεται ως elegant feminine και minimal. Επίσης, δεν μπορώ να σχεδιάσω για μια εταιρεία που δε μου ταιριάζει. 
 
- Σας αγχώνει αυτό που λέμε ότι «όλα έχουν γίνει στη μόδα, τι άλλο να γίνει πια»;
 
Σίγουρα είναι έτσι αλλά, από την άλλη, έτσι λειτουργούσε πάντα -παίρνεις κάτι και το φτιάχνεις λίγο διαφορετικά. Δεν μπορείς να μην κάνεις μια αναπαραγωγή, αλλά το θέμα είναι πώς το κάνεις αυτό ώστε να εισάγεις τη δική σου προσωπική σφραγίδα και να μην αντιγράφεις κατά γράμμα. 
 
- Ποια πιστεύετε ότι είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει κάποιος για να επιτύχει στον τομέα σας;
 
Το πάθος, οι γνώσεις, η πολλή δουλειά, να είσαι επαγγελματίας σε αυτό που κάνεις, δηλαδή συνεπής και ακριβής, η ευγένεια, να είσαι προσγειωμένος, να ακούς και να μαθαίνεις. Για παράδειγμα, θεωρώ ότι είναι πολύ ωραίο να μαθαίνεις την τεχνική κατασκευής ενός παπουτσιού από τους παλιούς τεχνίτες, που μεταφέρουν τη γνώση στους νεότερους. 
 
- Ιταλία ή Γαλλία;
 
Σίγουρα Ιταλία! Είναι πιο εύκολοι και πιο ανοιχτοί άνθρωποι και όσον αφορά τη μόδα, θεωρώ ότι έχουν μια ιδιαίτερη φινέτσα, που ταιριάζει και στη δική μου ιδιοσυγκρασία. 

#HerStory