Stories Talk | Νίκος Η. Παπαστεργίου "Ο απόλυτος ασφαλιστικός κώδικας, απαιτεί σχεδιαστικά εργαλεία και ρεαλιστικές παραδοχές"
Ο Μίκης των Ελλήνων και του κόσμου ολόκληρου δεν είναι πια εδώ, αλλά το μεγαλειώδες έργο του συνεχίζει να σκεπάζει τις ψυχές μας, κάνοντάς μας να αισθανόμαστε όλοι κομμάτι ενός συλλογικού μύθου, μιας πνευματικής παρακαταθήκης που μας αγκαλιάζει και ακούει στο όνομά του, όσο μακριά μας και αν βρίσκεται πλέον ο ίδιος.
Από τον Αλέξανδρο Θεοδωρόπουλο
Ο οικουμενικός Έλληνας Μίκης Θεοδωράκης κατόρθωσε να σφραγίσει την ιστορία της Ελλάδας στον 20ό αιώνα. Μας καθόρισε ως καλλιτέχνης που κατάφερε μέσα από τις συνθέσεις και τις μελωδίες του να παντρέψει όλες τις τέχνες, ως ένας μουσικοσυνθέτης που είχε τη μουσική μέσα του από μικρός, ως ένας πολιτικός που δεν δίσταζε να τα βάλει με όλους και με όλα, να πολεμήσει τα «φαντάσματα» δεχόμενος κατά περιόδους έντονη κριτική και, φυσικά, ως ένας αντιστασιακός ακτιβιστής υπέρ της ελευθερίας και της δημοκρατίας σε καιρούς πολέμου, κατοχής, εμφυλίου και δικτατορίας.
Η ζωή του σπουδαίου αυτού ανθρώπου κύλησε σαν ένα ποτάμι που περνά ανάμεσα από αντιμαχόμενες πνευματικές, καλλιτεχνικές, κοινωνικές και πολιτικές συγκυρίες, όπως τις έπλασε η ίδια η Ιστορία.
Τα παιδικά χρόνια, η Κατοχή, η Αντίσταση και ο Εμφύλιος
Είδε για πρώτη φορά το φως του ήλιου στη Χίο, στις 29 Ιουλίου του 1925. Ο πατέρας του, Γιώργης Θεοδωράκης, καταγόταν από τον Γαλατά Χανίων και η μητέρα του, Ασπασία Πουλάκη, από το Τσεσμέ της Μικράς Ασίας. Οι γονείς του γνωρίστηκαν στη Μικρά Ασία και μετά την καταστροφή κατέφυγαν στην Ελλάδα.
Εξαιτίας του επαγγέλματος του πατέρα του, ο οποίος ήταν ανώτερος διοικητικός υπάλληλος, η οικογένεια του Μίκη ταξίδευε ανά την Ελλάδα, ανάλογα με τις μεταθέσεις. Μυτιλήνη, Σύρος, Αθήνα, Ιωάννινα (όπου γεννήθηκε ο μικρότερος αδελφός του, Γιάννης, το 1932), Αργοστόλι, Ηλεία, Πάτρα και Τρίπολη. Έτσι, η παιδική ηλικία του Μίκη ήταν γεμάτη από διαφορετικά βιώματα και ξεχωριστές εμπειρίες που προέρχονταν από τη μοναδική κουλτούρα, τον τρόπο ζωής και τις τοπικές παραδόσεις της κάθε περιοχής που έζησε, γεγονός που συνέβαλε αποφασιστικά στη δημιουργία του πολύπλευρου χαρακτήρα του και της έντονης ιδιοσυγκρασίας του.
Από πολύ μικρός έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μουσική. Από τα πρώτα ακούσματα στην Κεφαλλονιά, τις μουσικές επιρροές από τη Μικρασιάτισσα μητέρα του και τη γιαγιά του, τα παιδικά τραγούδια που έγραφε και τα τραγουδούσε όλη η οικογένεια σε ένα μεσημεριανό τραπέζι στην Τρίπολη, μέχρι τη φοίτησή του στο Ωδείο στην Πάτρα στα τέλη της δεκαετίας του ’30, ο Θεοδωράκης ήξερε από μικρός τον δρόμο που θα ακολουθούσε.
Όταν το 1942, στα 17 του, άκουσε την 9η Συμφωνία του Μπετόβεν, τον διαπέρασε η σιγουριά για το τι πραγματικά ήταν γεννημένος να κάνει. Εν μέσω Κατοχής, κοινωνικών και πολιτικών αναβρασμών, ο χειμαρρώδης Μίκης αφέθηκε στη φύση του σαν ένα ενεργό ηφαίστειο.
Είναι η εποχή όπου γνώρισε για πρώτη φορά τον μαρξισμό, ξεκίνησε να φοιτά στο Ωδείο Αθηνών και παράλληλα εισχώρησε στο ΕΑΜ πολεμώντας με κάθε τρόπο τους ναζί. Την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με τη φοιτήτρια Ιατρικής, μέλος της ΕΠΟΝ και μετέπειτα σύζυγο και συνοδοιπόρο του Μυρτώ Αλτίνογλου, με την οποία έκανε δύο παιδιά, καθώς και με ένα νεαρό για τον οποίο είχε ακούσει ότι γράφει καλή μουσική στο βουνό. Το όνομά του; Μάνος Χατζιδάκις.
Τα ταραγμένα χρόνια δεν είχαν τελειωμό για τον Μίκη. Από τις συλλήψεις και τη φυλάκιση από τις δυνάμεις Κατοχής μέχρι τα Δεκεμβριανά του ’44, όταν βρέθηκε στη μεγάλη συγκέντρωση στο Σύνταγμα με μια ματωμένη σημαία, και από την ένταξή του στον Δημοκρατικό Στρατό μέχρι την εξορία και τα ανελέητα βασανιστήρια που υπέστη ως πολιτικός κρατούμενος στην Ικαρία και τη Μακρόνησο κατά τον Εμφύλιο, ο Θεοδωράκης έφτασε πολλές φορές ένα βήμα πριν το τέλος.
Μετά και από μια απόπειρα αυτοκτονίας το 1950, κατάφερε να εξοικειωθεί τόσο πολύ με τον θάνατο, που είχε πει, «Ο χάρος είναι φίλος μου».
Για όλα αυτά που πέρασε, ο ίδιος είχε δηλώσει: «Δεν είμαι ήρωας. Οι ήρωες πεθαίνουν νέοι. Είμαι ένας πολίτης που κάνει το καθήκον του».
Ο μεγάλος καλλιτέχνης Μίκης
Τα χρόνια που ακολούθησαν, έμελλαν να αποδειχτούν τα πιο δημιουργικά για τον Μίκη και να τον καθιερώσουν παγκοσμίως ως μία από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες των τεχνών και του πνεύματος γενικότερα. Εμπνευσμένος από τα συγκλονιστικά γεγονότα της ζωής του και απορροφημένος από μια μουσική δραματικότητα που τον διακατείχε, το ταλέντο του ήταν πλέον ελεύθερο να οργιάσει.
Μετά από διάφορες συναυλίες στην Ελλάδα των αρχών της δεκαετίας του ’50, έφυγε με υποτροφία για να συνεχίσει τις μουσικές σπουδές του στο Παρίσι, γράφοντας συμφωνική μουσική και μουσική μπαλέτου και κινηματογράφου.
Οι μεγάλες επιτυχίες δεν αργούσαν πολύ ακόμα. Στο Παρίσι, μέσα σε ένα μεταχειρισμένο Opel, μελοποίησε τον αριστουργηματικό «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου, επιτελώντας ένα ανυπέρβλητο πάντρεμα της ποίησης με το λαϊκό τραγούδι, που λειτούργησε σαν μια φωτεινή οδός για τη σύνδεση του αστικού κόσμου με την αριστερή διανόηση.
Ακολούθησαν η γνωριμία και οι συνεργασίες με τους νομπελίστες ποιητές Οδυσσέα Ελύτη και Γιώργο Σεφέρη. «Ένα το χελιδόνι», «Της δικαιοσύνης», «Άξιον Εστί», η «Άρνηση» είναι μερικά από τα έργα τους τα οποία μελοποίησε ο Μίκης και θεωρούνται διαχρονικές επιτυχίες.
Αφού συνέθεσε το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού», το οποίο ανέβηκε από τον θίασο του Μάνου Κατράκη και το «Μαουτχάουζεν» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, ήταν η ώρα της «Ρωμιοσύνης» του Ρίτσου, την οποία συνέθεσε γυρίζοντας σπίτι ματωμένος, έπειτα από μια σφοδρή σύγκρουση με την αστυνομία το 1966. Αυτό ήταν μόνο η αρχή, καθώς ακολούθησε η αντίστασή του απέναντι στη δικτατορία των συνταγματαρχών, μαζί με ένα νέο κύκλο διώξεων και φυλακίσεων.
«Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό…»
Στη «Ρωμιοσύνη», η ποίηση του Ρίτσου συνάντησε τον εξοργισμένο Μίκη με τις μελωδίες του, οι στίχοι πήραν ήχο από τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση και μίλησαν στις καρδιές του λαού και όλων εκείνων που πάλευαν για μια πνευματικά ελεύθερη και δημοκρατική Ελλάδα.
Συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον Μανώλη Χιώτη, την Εντίθ Πιάφ, τον Στέλιο Καζαντζίδη, τη Μαίρη Λίντα και άλλα μεγάλα ονόματα της εποχής, που ερμήνευσαν πολλά από τα τραγούδια του.
Ο κινηματογραφικός Μίκης
Ο Μίκης είχε εντυπωσιαστεί από τον κινηματογράφο ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’50. Η πρώτη του μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία ήρθε με την ταινία «Συνοικία το όνειρο», σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη το 1961, όπου ο Θεοδωράκης έγραψε τη μουσική για το πασίγνωστο «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», που ερμηνεύτηκε από τον Μπιθικώτση.
Η ταινία και η μουσική της προκάλεσαν θύελλα πολιτικών αντιδράσεων και λογοκρίθηκαν έντονα από το καθεστώς. Τα επόμενα χρόνια, ο Μίκης έντυσε με τη μουσική του σπουδαίες ταινίες όπως την «Ηλέκτρα» του Μιχάλη Κακογιάννη, τη «Φαίδρα» του Ζυλ Ντασέν, το πολυβραβευμένο «Ζ» του Κώστα Γαβρά, εμπνευσμένο από τη δολοφονία Λαμπράκη, για το οποίο ο Θεοδωράκης κέρδισε το BAFTA καλύτερης μουσικής και το «Σέρπικο» του Σίντνεϊ Λουμέτ, με τον Αλ Πατσίνο.
Το επιστέγασμα της μουσικής πορείας του Μίκη Θεοδωράκη ήρθε το 1964 με την ταινία «Αλέξης Ζορμπάς», που τον έκανε διάσημο παγκοσμίως. Η ιστορία του Ζορμπά του Νίκου Καζαντζάκη, μέσα από τη σκηνοθετική ματιά του Μιχάλη Κακογιάννη, ντυμένη με το συρτάκι του Μίκη Θεοδωράκη το οποίο χόρεψε ο πρωταγωνιστής Άντονι Κουίν, δημιούργησαν ένα θρυλικό αποτέλεσμα, σήμα κατατεθέν της Ελλάδας. Η ταινία βραβεύτηκε με 3 Όσκαρ και θεωρείται διαχρονικά αναπόσπαστο κομμάτι του ελληνικού πολιτισμού, με το soundtrack, το φημισμένο συρτάκι, να αποτελεί την πιο αναγνωρίσιμη ελληνική μουσική διεθνώς.
Ο πολιτικός Μίκης
Πριν πεθάνει, ο σπουδαίος μουσικοσυνθέτης ζήτησε να τον θυμούνται ως κομμουνιστή. Ο Μίκης ήταν πάντα ταγμένος στην αριστερά, παρόλο που ο αυθορμητισμός του, συνοδευόμενος κατά καιρούς από διάφορες πολιτικές αντιφάσεις, δημιούργησε έντονη αμφισβήτηση προς το πρόσωπό του όσον αφορά την πολιτική του σκέψη. Τη δεκαετία του 1980 εκλέχθηκε βουλευτής με το ΚΚΕ, αλλά αργότερα συνεργάστηκε και με τη Νέα Δημοκρατία, κάτι που προκάλεσε αντιδράσεις ανάμεσα στους συντρόφους του.
Αυτό που θα πρέπει όμως να καταλάβουμε, είναι πως η μεγάλη εικόνα ενός άνθρωπου τόσο ανήσυχου όπως ο Μίκης, με τόσες εμπειρίες στην πλάτη του και με τόσο ξεχωριστά βιώματα, δεν επισκιάζεται από διάφορες αντιφάσεις ή αμφιλεγόμενες τοποθετήσεις. Όπου και αν βρέθηκε, με όποιον και αν συνεργάστηκε, ο Μίκης πάλεψε για ιδανικά όπως η εθνική συμφιλίωση, η συνεργασία και η ειρήνη μεταξύ των λαών, η ελευθερία και η δημοκρατία.
«Αρκετά κοιμηθήκαμε έως τώρα. Καιρός να ξυπνήσουμε, να εγερθούμε, να εξεγερθούμε και ενωμένοι να αντιμετωπίσουμε, όπως αρμόζει, τους μεγάλους κινδύνους που απειλούν την ιστορία, τον πολιτισμό, το ήθος, τις παραδόσεις και τελικά την ακεραιότητά μας», ήταν τα πολύτιμα λόγια του.
Το μεγαλείο
Ό,τι και να ειπωθεί, ό,τι και να γραφτεί σε κάποιο βιβλίο, σε κάποιο σενάριο ή σε κάποιο άρθρο, θα είναι λίγο για να μπορέσει να χωρέσει το μεγαλείο του Μίκη Θεοδωράκη.
Από τις 2 Σεπτεμβρίου 2021, ο Μίκης των Ελλήνων αλλά και του κόσμου ολόκληρου δεν είναι πια εδώ. Η παρακαταθήκη που άφησε πίσω του όμως θα παραμείνει για πάντα εδώ, να μας θυμίζει πως πλέον έχουμε ακόμα ένα βαρύ πολιτιστικό φορτίο να κουβαλήσουμε στους ώμους μας.
Η προσπάθεια να συνοψίσει κανείς σε έναν επίλογο τη ζωή και το έργο του Μίκη Θεοδωράκη είναι μάταιη. Όλη η κληρονομιά, η υπερηφάνεια της χώρας προς το πρόσωπό του, ο πολιτισμός και οι τέχνες που μαζί του γνώρισαν ένα από τα πιο εμβληματικά μονοπάτια συνύπαρξης και αλληλοσυμπλήρωσης, η πολιτική ιστορία και η μάχη για ελευθερία, δημοκρατία, δικαιοσύνη και αξιοκρατία, συνυφαίνονται και εντέλει γίνονται ένα με το όνομά του.
Η ευγνωμοσύνη ενός λαού, μιας χώρας αλλά και ολόκληρου του πλανήτη που καλλιεργήθηκε, παθιάστηκε και εμπνεύστηκε μέσα από το έργο του μπορεί να συμπυκνωθεί σε μια φράση, την πιο απλή αλλά ταυτοχρόνως και την πιο περιεκτική:
Σε ευχαριστούμε, Μίκη…
#HisStory