Η Άρτεμις Αλεξιάδου, Καθηγήτρια Αγγλικής Γλωσσολογίας στο πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου, επίτιμη διδάκτορας του Πανεπιστημίου Trondheim, Norway και υποδιευθύντρια στο ερευνητικό κέντρο Γενικής Γλωσσολογίας Leibniz (ZAS) του Βερολίνου έφθασε στη Γερμανία το φθινόπωρο του 1991.

Δεν ήξερε ούτε μια λέξη στα γερμανικά και δεν είχε καμιά επαφή με τον εκεί ακαδημαϊκό χώρο ή κάποιες γνωριμίες που θα μπορούσαν να την βοηθήσουν.

Η Άρτεμις Αλεξιάδου έμαθε σιγά σιγά τη γλώσσα και στις αρχές του 1992 κερδίζει μια υποτροφία για να γράψει τη διδακτορική της διατριβή: «Πολλές φορές λέω ότι τα χρωστάω όλα στη γερμανική επανένωση καθώς η υποτροφία αυτή ήρθε από ένα ινστιτούτο που ανήκε στην Ακαδημία Επιστημών της Ανατολικής Γερμανίας, η οποία διαλύθηκε το ‘90 και από την οποία δημιουργήθηκαν διάφορα ερευνητικά κέντρα».

Η γλώσσα ήταν στην αρχή ένα σημαντικό εμπόδιο για εκείνη, όπως επίσης και η διαφορετική ψυχοσύνθεση του ξένου λαού, η προσαρμογή στον νέο τρόπο ζωής και σκέψης. Συγκεκριμένα, όσον αφορά στη γλώσσα, η εμπειρία της της έχει δείξει πως όσο πιο νωρίς αρχίζει κανείς με την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας, τόσο καλύτερα.

Όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος γίνεται πιο δύσκολο, τόσο για τη γραμματική όσο και για το λεξιλόγιο και την προφορά. Υπάρχουν βέβαια και εξαιρέσεις. «Φυσικά αν ζήσουμε και κάποια χρόνια στη χώρα όπου ομιλείται μια γλώσσα που μαθαίνουμε, τόσο καλυτέρα. Αλλά και πάλι το αποτέλεσμα μπορεί να διαφέρει πολύ από άτομο σε άτομο. Μερικοί είναι πραγματικά γλωσσικά ταλέντα».

Χρειάστηκε τον χρόνο της, η Άρτεμις Αλεξιάδου για να πεισθεί η ίδια ότι τελικά σίγουρα την ενδιαφέρει να μείνει στη Γερμανία και να κάνει καριέρα εκεί, άρα και ότι άξιζε κάποιος να επενδύσει σε εκείνη.

Alexiadou

Στον χώρο της υπάρχουν πολλές γυναίκες σε υψηλές θέσεις, αλλά όταν πήρε την πρώτη της έδρα το 2002, ήταν η μόνη γυναίκα στη σχολή της. «Δεν θα έλεγα ότι ήταν και το πιο εύκολο».

Παρόλα αυτά, η Άρτεμις Αλεξιάδου θεωρεί πως δεν υπάρχει μια ξεκάθαρη και απόλυτη απάντηση για το εάν και κατά πόσο είναι εύκολο ή δύσκολο να διαπρέψει ένας Έλληνας στο εξωτερικό. Κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή.

Κάποιες καριέρες έχουν πιο ομαλή πορεία από άλλες. Αλλά για όλους ισχύει ότι πέρα από το ταλέντο παίζει πολύ μεγάλο ρόλο η ισχυρή θέληση, η σκληρή δουλειά, η υπομονή και η επιμονή.

Διαμένοντας επί χρόνια στη Γερμανία, η Άρτεμις Αλεξιάδου επιβεβαιώνει πως υπάρχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον εκεί για τα αρχαία ελληνικά. Συναντά πολλούς ανθρώπους που τα έχουν διδαχθεί ακόμα και στο σχολείο.

Σε πολύ λίγα, όμως, πανεπιστήμια υπάρχουν κέντρα νεοελληνικών σπουδών (μόλις τέσσερα). «Σε αντίθεση με τα αγγλικά, ή όπως βλέπουμε τώρα με τα κινέζικα, οι λόγοι που θα οδηγήσουν κάποιον να μάθει ελληνικά έχουν περισσότερο να κάνουν με προσωπικό ενδιαφέρον για τη χώρα μας και τον πολιτισμό της και λιγότερο με τη παγκοσμιοποίηση.

Όσοι πάντως μαθαίνουν ελληνικά στην αρχή δυσκολεύονται με τους γραμματικούς κανόνες, τους φαίνεται ότι η γλώσσα έχει μόνο ανώμαλα ρήματα. Επίσης έχουν και προβλήματα με την ορθογραφία».

Πολλοί άνθρωποι υποστηρίζουν πως οι άνθρωποι σκέφτονται στη μητρική τους γλώσσα.

Η Άρτεμις Αλεξιάδου δεν είναι σίγουρη ως προς αυτό. «Σκέφτομαι νομίζω σε 3 γλώσσες, ανάλογα με το θέμα και μερικές φορές με μπερδεύει αυτό όταν προσπαθώ να εξωτερικεύσω τη σκέψη μου, καθώς οι γλώσσες διαφέρουν μεταξύ τους. Φυσικά με έχει επηρεάσει το γεγονός ότι λείπω τόσα χρόνια, υπάρχει ένας γλωσσολογικός ορός για αυτό, attrition, η φθορά.

Πολλές φορές δεν μου έρχονται εύκολα οι ελληνικές λέξεις σε συνομιλία με Έλληνες, ή δημιουργώ νέες λέξεις παίρνοντας γερμανικές ή αγγλικές λέξεις και βάζοντάς τους ελληνικές καταλήξεις». Αυτό έχει παρατηρηθεί σε πολλές κοινότητες της ελληνικής διασποράς, π.χ. στην Αμερική και στην Αυστραλία.

Στο βιβλίο του Seaman του 1972, ο οποίος μελέτησε τη γλώσσα των Ελλήνων στο Σικάγο βρίσκουμε πολλά τέτοια παραδείγματα, μπάρα (bar), κάρο (car), μπλόκος (block), τσέκι (check) κλπ.

Επίσης, ενίοτε, σχηματίζει προτάσεις ανάμεικτες με ελληνικές και αγγλικές συνήθως λέξεις, κάνει “staple” - και πάλι πολύ φυσιολογική συμπεριφορά των δίγλωσσων ομιλητών.

Η εμπειρία τής εν λόγω γλωσσολόγου τής έχει δείξει πως ορισμένες φορές οι άνθρωποι άλλα θέλουν να εκφράσουν και άλλα εκφράζουν τελικά. Αυτό συμβαίνει ενδεχομένως λόγω περιορισμένου λεξιλογίου, το οποίο βεβαίως δεν μαρτυρά και πολλά για τη γνώση της γλώσσας ως σύστημα. «Αν έχει κάποιος φτωχό λεξιλόγιο, δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι δεν ξέρει και τους γραμματικούς κανόνες. Άλλες φορές ίσως να έχει να κάνει με το ότι δεν είμαστε σίγουροι για το τι ακριβώς θέλουμε να πούμε. Δηλαδή έχουμε διάφορες σκέψεις, και δεν έχουμε καταλήξει σε μια από αυτές».

#HERstory