Stories Talk | Νίκος Η. Παπαστεργίου "Ο απόλυτος ασφαλιστικός κώδικας, απαιτεί σχεδιαστικά εργαλεία και ρεαλιστικές παραδοχές"
Η ευγενική της φυσιογνωμία και η διακριτική της δύναμη ακτινοβολούσαν εντός και εκτός οθόνης. Η Ολυμπία Δουκάκη, η γυναίκα που έκανε περήφανη την Ελλάδα στο Χόλιγουντ και αληθινά τιμούσε την καταγωγή της, ήταν ιδιαιτέρως αγαπητή σε όλον τον κόσμο, κάτι που ποτέ δεν είναι τυχαίο. Ο κόσμος έχει ένστικτο και αναγνωρίζει τον άξιο και βαθιά καλοσυνάτο άνθρωπο. Η Ολυμπία, επίσης, ζούσε μια ιδιαίτερη πνευματική ζωή που πολλοί ίσως να μην γνωρίζουν.
Από τη Μία Κόλλια
Ένιωσε από νωρίς τους διαχωρισμούς, αντιμετώπισε τα σχόλια για την καταγωγή της με σθένος και τόλμη, δεν απαρνήθηκε στιγμή τον ελληνισμό στο αίμα της, ούτε το όνομά της – που πολλές φορές την συμβούλεψαν αν αλλάξει. Ενας ρόλος στα 13 της για φιλανθρωπικό σκοπό για την Ελλάδα την έκανε να ερωτευθεί την ηθοποιία την οποία δεν θα αποχωριζόταν ποτέ παρότι σπούδασε φυσικοθεραπεία την οποία και εξάσκησε για έναν χρόνο ώστε να μαζέψει χρήματα για το πανεπιστήμιο -Boston University's School of the Performing Arts- όπου θα έπαιρνε το μάστερ που θα της άνοιγε την πόρτα στα όνειρά της. Πολύ σύντομα, σε μια παραγωγή της «Μήδειας» γνωρίζει τον άνδρα της, ηθοποιό Λούις Ζόριτς με τον οποίο αποκτά τρία παιδιά και θα είναι αχώριστοι ως το τέλος.
«Θεωρώ ότι το μεγαλύτερό μου επίτευγμα είναι ότι έκανα παιδιά, τα μεγάλωσα και κάπως καταφέραμε να κρατηθούμε ενωμένοι μέσα στον κυκεώνα φοβερών πραγμάτων που συνέβαιναν».
To Όσκαρ έρχεται το 1988 μετά από 30 χρόνια καριέρας και 15 χρόνια διδασκαλίας στο ΝΥU (New York University). Tην ίδια χρονιά στέκεται πλάι στον ξάδελφό της Μάικλ Δουκάκη, κυβερνήτη της Μασαχουσέτης, καθώς λαμβάνει το χρίσμα των Δημοκρατικών για να βρεθεί υποψήφιος Πρόεδρο των ΗΠΑ απέναντι στον Τζορτζ Μπους.
Και το Όσκαρ που… εκλάπη από την κουζίνα!
Η Ολυμπία φυλούσε το Οσκαρ για το Moonstruck (Κάτω από τη λάμψη του φεγγαριού - 1988) στην κουζίνα της. Στις 19 Μαΐου του 1989 ένας ληστής μπήκε στο σπίτι της στο Μοντκλέρ του Νιου Τζέρσει και το πήρε. Τίποτα άλλο δεν έλειπε, σύμφωνα με δήλωση του άνδρα της Λούις Ζόριτς, αφού εκείνη έλειπε σε γυρίσματα. Το Όσκαρ δεν βρέθηκε ποτέ, παρότι ο ληστής προσπάθησε να το πουλήσει στον γιο της με ένα τηλεφώνημα για ένα ραντεβού που δεν έγινε τελικά. Η Ακαδημία της το αντικατέστησε και προφανώς εκείνος που το είχε ένιωθε ιδιαίτερη επαφή μαζί της. Όπως άλλωστε πολλοί φαν που κρατούν κάτι από τον αγαπημένο τους σταρ και ζουν μαζί του.
«Η νίκη είναι το παν στο Χόλιγουντ. Το deal είναι όλα. Κατανοώ τους ανταγωνισμούς γιατί έδωσα αληθινές μάχες σα νέα γυναίκα. Λόγω της ελληνικής καταγωγής μου, έπρεπε πάντα να αποδεικνύω πως είμαι καλύτερη – όχι εξίσου καλή αλλά καλύτερη από τους άλλους. Ευτυχώς, συνειδητοποίησα πως όταν ανταγωνίζομαι χάνω τη σύνδεση με το πάθος που έχω για τη δουλειά μου.»
Αυτή ήταν η ανυπέρβλητη Ρόουζ Καστορίνι του “Moonstruck”, η αφοσιωμένη φίλη Κλάρεϊ του “Steel Magnolias” και η διαυγής σπιτονοικοκυρά Mrs Madrigal του “Tales of the City”. Μεταξύ άλλων, «υπήρξε» γερουσιαστής, κοντέσα, διευθύντρια Λυκείου, μητέρα της Τζένιφερ Ανιστον, γυναίκα του Τζακ Λέμον, χήρα Εβραίου και Ελληνίδα ηρωίδα.
«Δεν υπάρχουν ρόλοι για γυναίκες που αναπτύσσονται πνευματικά. Υποδύομαι συνήθως γυναίκες πληγωμένες, καταστραμμένες, που ψάχνουν χωρίς να ξέρουν, που δεν έχουν τα προσόντα και τα εργαλεία να αλλάξουν τις ζωές τους. Αυτή όμως είναι στην πραγματικότητα η τύχη και η μοίρα πολλών γυναικών. Και καθώς κουβαλάω αρκετά θέματα και εγώ μέσα μου, συνδέομαι συχνά με κάτι που τις αφορά. Προσπαθώ να μετακινήσω τους χαρακτήρες που υποδύομαι σε μέρη πιο εσωτερικά, εκεί όπου οφείλεις να αντιμετωπίσεις κάτι, να μάθεις κάτι καινούργιο. Οι περισσότεροι από εμάς, συμπεριλαμβανομένης εμού, δεν είμαστε αληθινά διατεθειμένοι να ωριμάσουμε. Προσπαθούμε να είμαστε χαρούμενοι μέσα στο δεδομένο στάτους μας. Αν όμως δεν είμαστε ειλικρινείς με τα συναισθήματά μας, δεν εξελισσόμαστε».
Τη δεκαετία του 1970 ίδρυσε το Whole Theater στο Μοντκλέρ του Νιου Τζέρζι, προαστίου της Νέας Υόρκης, αφού μετακόμισαν εκεί με τον σύζυγό της, τον ηθοποιό Λούι Ζόριτς. Η Ολυμπία εμφανίστηκε σε τριάντα έργα, 25 Broadway και off-Broadway παραγωγές, 20 τηλεοπτικές παραγωγές ενώ δεν σνόμπαρε ποτέ περιφερειακές και συνοικιακές προσκλήσεις. Εκτός από το Οσκαρ, κέρδισε Χρυσή Σφαίρα, το βραβείο κριτικών της Νέας Υόρκης, δύο Obies (τα off Broadway θεατρικά βραβεία) ενώ ήταν δύο φορές υποψήφια για βραβείο Emmy. «Πιστεύω ότι το μυστικό της επιτυχίας μου είναι το αληθινό πάθος για τη δουλειά μου και η όρεξη για ζωή»
«Συμβουλεύω τους ανθρώπους μόνο όταν μου το ζητούν. Δεν είμαι κάποιος σοφός γέρων. Το μόνο που ξέρω είναι πως συνεχίζουμε να μεταμορφωνόμαστε – αυτό δεν σταματάει ποτέ.»
Ένας από τους πιο σημαντικούς της ρόλους σε προσωπικό επίπεδο, οι Τρωάδες που ανέβασε με τη δική της θεατρική ομάδα την Whole Theater θα αλλάξει την κοσμοθεωρία και την πνευματική της θεώρηση των πραγμάτων. Αλλάζει καθοριστικά η σχέση της με τη φύση και τη θρησκεία ενώ η Srimata Gayatri πνευματική της δασκάλα τη μυεί στην ινδουιστική φιλοσοφία Vedanta.
Η Ολυμπία, ακτιβίστρια και δημόσια ομιλήτρια συχνά, θα μάχεται σε όλη της τη ζωή για τους άλλους, για τα δικαιώματα γυναικών, παιδιών, φτωχών και αδυνάτων. Το 1992, μαζί με φίλους ιδρύει την οργάνωση «Φωνές της Γης», μία μη κερδοσκοπική θεατρική ομάδα που σκοπό έχει να βοηθήσει γυναίκες, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας, να ανακαλύψουν την πνευματική τους κληρονομιά και να ξαναγεννηθούν εσωτερικά. Μία σημαντική δωρεά του ιδρύματος Geraldine Dodge Foundation θα τους βοηθήσει να δημιουργήσουν εργαστήρια και παραστάσεις εμπνευσμένα από τους Υμνους στη θεά Inanna, τους αρχαίους Σουμερικούς μύθους.
«Πιστεύω πως για να ζήσεις με ανοιχτή καρδιά, πρέπει να εμπιστεύεσαι ή τουλάχιστον να έχει πρόθεση να εμπιστευθείς – αλλά να εμπιστεύεσαι με ανοιχτά μάτια. Πρέπει να βλέπει την αλήθεια των πραγμάτων. Καμιά φορά υπάρχει πόνος και σκοτάδι. Είναι και αυτό κομμάτι της ζωής».
Ουσία, σεμνότητα, επιτυχία και χιούμορ. Όλα μαζί στην καλύτερη εκδοχή. Πόσο σπάνιο και δυσεύρετο, τι ωραία να είναι και από τις ρίζες μας. Και πόσο λίγα γνωρίζαμε για αυτή την υπέροχη γυναίκα που ακόμη και το θάνατο και το μετά, περιέπαιζε…
«Νομίζω πως η υπόθεση του “πώς θα μας θυμούνται μετά θάνατον” είναι… πολύ κακό για το τίποτα. Δεν πιστεύω πως πρέπει να με θυμούνται. Τα παιδιά μου θα με θυμούνται έντονα, τα εγγόνια μου λιγότερο έντονα και τα δισέγγονά μου θα γελούν και θα λένε “Το ξέρεις πως υπήρχε κάποιος στην οικογένειά μας με το όνομα Ολυμπία;”. Και αυτό είναι όλο. Και μετά ξεφτίζει η ανάμνηση…»
• Αρκετά στοιχεία αντλήθηκαν από το βιβλίο: In Sweet Company: Conversations with Extraordinary Women About Living a Spiritual Life by Margaret Wolff.
#HerStory