Η Μαρία Πολυδούρη υπήρξε μια σπουδαία Ελληνίδα ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής. Ανήκει στη γενιά του 1920, που καλλιέργησε το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής. Ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι δύο άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ποίησή της.

#poet #love #romanticism
Από τη Μία Κόλλια

Τα Πρώτα Βήματα

Γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1902.  Ήταν κόρη του φιλόλογου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα, ενώ είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών, αλλά και στο Αρσάκειο της Αθήνας για δύο χρόνια, λόγω των μεταθέσεων που έπαιρνε ο καθηγητής πατέρας της.

Στα γράμματα η Μαρία Πολυδούρη εμφανίστηκε σε ηλικία 14 ετών με το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας», το οποίο ήταν επηρεασμένο από τα μοιρολόγια που άκουγε στη Μάνη. Στα δεκαέξι της, διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας και παράλληλα εξέφρασε ζωηρό ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα.

Δύο χρόνια αργότερα όμως, το 1920, έχασε μέσα σε 40 μέρες και τους δυο γονείς της, ένα γεγονός που τη συντάραξε αλλά ταυτόχρονα την απελευθέρωσε. Έτσι, πήρε μετάθεση για τη Νομαρχία της Αθήνας και παράλληλα γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. 

Μαρία Πολυδούρη - Κώστας Καρυωτάκης: Ένας ανεκπλήρωτος έρωτας 

Στη Νομαρχία γνώρισε το συνάδελφό της και έναν από τους σημαντικότερους ποιητές της Ελλάδας του μεσοπολέμου, Κώστα Καρυωτάκη. Η Μαρία ήταν τότε 20 ετών και ο Καρυωτάκης 26. Ανάμεσά τους αναπτύχθηκε ένας σφοδρός έρωτας, που μπορεί να κράτησε λίγο, αλλά επηρέασε καθοριστικά τη ζωή και το έργο της. 

Τον Αύγουστο του 1922, λίγους μήνες μετά τη γνωριμία τους,  ο Καρυωτάκης έμαθε ότι πάσχει από σύφιλη, μια ανίατη για την εποχή ασθένεια, και της ζήτησε να χωρίσουν. Εκείνη του πρότεινε να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, όμως αυτός δεν μπορούσε να δεχτεί τη θυσία της. Η Πολυδούρη αμφέβαλε για την ειλικρίνειά του και θεώρησε ότι η ασθένειά του ήταν πρόσχημα για να την εγκαταλείψει.

karyotakis

Το 1924 η ποιήτρια γνώρισε τον Αριστοτέλη Γεωργίου, έναν πλούσιο νέο δικηγόρο που μόλις είχε επιστρέψει από το Παρίσι, με τον οποίο αρραβωνιάστηκε το 1925. Κατά βάθος, όμως, πάντα αγαπούσε τον Καρυωτάκη. Έτσι, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σε τίποτα. Έχασε τη δουλειά της στο δημόσιο μετά από πολλές απουσίες και στη συνέχεια εγκατέλειψε τη Νομική. 

Φοίτησε στη Δραματική Σχολή Κουναλάκη και την Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου, αλλά ούτε αυτές οι ασχολίες κατάφεραν να την κάνουν να ξεχάσει τον ανεκπλήρωτο έρωτά της για τον Καρυωτάκη. Το 1926 διέλυσε τον αρραβώνα της με τον Γεωργίου και πήγε στο Παρίσι, όπου άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα ραπτικής. Δεν πρόλαβε όμως να εργαστεί, γιατί προσβλήθηκε από φυματίωση. Έτσι επέστρεψε στην Αθήνα το 1928 και εισήχθη στο Νοσοκομείο Σωτηρία. Εκεί, συνδέθηκε φιλικά με τον Γιάννη Ρίτσο που νοσηλευόταν επίσης και του αφιέρωσε το ποίημα «Η Θυσία». 

Η αυτοκτονία του Κώστα Καρυωτάκη στις 21 Ιουλίου 1928 τη γέμισε με απελπισία. Τον ίδιο χρόνο, κυκλοφόρησε την πρώτη της ποιητική συλλογή «Οι τρίλλιες που σβήνουν» και το 1929 τη δεύτερη, «Ηχώ στο χάος». Η ασθένειά της όμως την είχε καταβάλει, μέχρι που τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου του 1930 πέθανε στην κλινική Χρηστομάνου.
 

Η Κληρονομιά

Η Μαρία Πολυδούρη έχει περάσει στην περιοχή του λογοτεχνικού μύθου -ως το σύμβολο της πρόωρα χαμένης ομορφιάς και του μοιραίου έρωτα, της σπαταλημένης νεότητας και της αυθεντικής ποιητικής κατάθεσης. 

Τα «Άπαντα» της ποιήτριας κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1960 από τις Εκδόσεις Εστία, με επιμέλεια της Λιλής Ζωγράφου. Η Μαρία Πολυδούρη, προτού αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην ποίηση, είχε ασχοληθεί και με τον πεζό λόγο. Το «Ρομάντσο», που έγραψε το 1926, συνιστά ένα πρώιμο δείγμα νεωτερικής στροφής του ελληνικού μυθιστορήματος, τόσο για την πρωτότυπη αφηγηματική τεχνική όσο και για τις μοντέρνες ιδέες που διατυπώνονται στις σελίδες του.

Το παρακάτω γνωστό ποίημα της Μαρίας Πολυδούρη κινείται στο γνωστό ποιητικό της κλίμα, που διαμορφώνεται κυρίως από το ερωτικό συναίσθημα, διαποτισμένο από μια γυναικεία ευαισθησία.

Κοντά σου

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κι αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.

Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι ανύποπτα περνά μες στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.